“Ο δικός μου … Αϊ-Τζοβάννι έναν Πρωτοχρονιάτικο…Αύγουστο” (μια πραγματική ιστορία)

Από τη Θεοδώρα Δέδε
Συναντηθήκαμε στο σταυροδρόμι Πειραιώς και απείρου Χάους… Κάτω από τους 40ο C της λεωφόρου απλώθηκε, θολά, μια σταχτιά ανδρική φιγούρα, σαν κινούμενη καμινάδα, που έσταζε εγκατάλειψη κι οι κλωστές της ερήμωσης είχαν υφάνει τα πάντα του…Πέρασαν μέρες, ξαναείδα τη φιγούρα – μουγκή φωνή βοώντος εν πολυπληθυσμιακή ερήμω…
Με κάνει να θέλω να του μιλήσω…Στον γνωστό πολύβουο και πολυκοσμικό άνευ ανθρωπιάς κόμβο… Στο σταυροδρόμι της αδιαφορίας και του ενδιαφέροντος…Ρωτώντας τους γύρω καταστηματάρχες, κατάλαβα ότι όλοι τον ήξεραν, χωρίς να τον ξέρουν… Θέλω να τον συναντήσω, κυρίως, αφού παρατηρώ κάτι ανατριχιαστικό πάνω του…Του έλειπε ένα κομμάτι από το πίσω μέρος του κεφαλιού του….Από τι είχε γίνει αυτό το τραύμα; Πόσο καιρό κουβάλαγε αυτή την ανοιχτή πληγή, μια τεράστια πληγή για όλους μας ο ίδιος; Κάποιος … γενναίος άνθρωπος τα έβαλε μαζί του, για κάποιο λόγο; Χτύπησε ο ίδιος, ανήμπορος όντας; Συνέβη κάποιο ατύχημα; Του επιτέθηκε κάποιο τρωκτικό, την ώρα που αναζητούσε στο έδαφος λίγες στιγμές … ονείρων; Είχε ενδιαφερθεί κάποιος για την περίθαλψη αυτού του γκρίζου ανθρώπου ή ο ίδιος αμετανόητος, παλιός μποέμ, επιλέγει, ακόμη και την ύστατη ώρα,  τον κοσμικό … ασκητισμό; Στέκεται απέναντί μου, σαν να μου λέει ‘’τι κάθεσαι με τόσα αναπάντητα ερωτήματα; Δεν θάρθεις’’; Πήγα…Το σταυροδρόμι μού είχε στήσει παγίδα…Εφυγα με περισσότερα…
Πλησιάζω…Εκείνος στέκεται σ’ ένα πεζούλι μισό μέτρο ψηλότερο του πεζοδρομίου, από το οποίο στέκομαι… Συνεννόηση απελπιστικά ανύπαρκτη… Όχι ελληνικά… Σπαστά αγγλικά… Είναι, λέει, Ιταλός… Τα δικά μου ιταλικά μετρημένα… Σαν να έχει, γενικώς, ξεχάσει να μιλάει… Σαν να έχουν ξεχάσει να του απευθύνουν τον λόγο. Αλλά για ποιον λόγο να του τον απευθύνουν;… Ενας Ιταλός, που φόραγε το όνομα του Σισιλιάνου παππού μου, που δεν γνώρισα ποτέ… Και τ’ όνομα του ανθρώπου-καμινάδα, Τζοβάννι!
Το μόνο που ήθελα, πια, να ξέρω ήταν, αν είχα τη συγκατάθεσή του, αρχικά, για να νοσηλευθεί κάπου και μετά βλέπαμε… Με όλες τις σπαστές λέξεις από την τριγλωσσία μας, κατάλαβα ότι συναινούσε στο να νοσηλευτεί για το τραύμα του… Προφανώς, όχι μόνο γι’ αυτό… Ενας Θεός ξέρει τι άλλα ‘’θέματα’’ σέρνει ένας άνθρωπος, που σέρνει το σαρκίο του από τη λαχαναγορά, στη γέφυρα και στα αλσύλλια, που τα έχει βαφτίσει ”άσυλα”…Του δίνω ένα φτηνιάρικο κέρμα, αλλά, μετά τη συνομιλία, σαν να με θεώρησε συγγενή του, με ντροπή, το δέχθηκε….Του δίνω μια καραμέλα και τεντώνει το χέρι του, για να την πάρει, σαν να σεβόταν την όσφρησή μου και σαν να μην ήθελε να με πλησιάσει, κουβαλώντας στη ρινική μου κοιλότητα όλη του την πολυεπιπεδική ταλαιπωρία…Ευγενής, γλυκός, με τη σκέψη του στον άλλο – να μη πλησιάσει επικίνδυνα και … λερώσει το χέρι ή … βρωμίσει τον αέρα του άλλου – και όχι στον εαυτό του, να κι ένας ”χορτάτος’’ ρακοσυλλέκτης…Ενας τόσο καθαρός, ψυχικά, άνθρωπος, τι δουλειά είχε πάνω σ’ αυτή τη φιγούρα;;;Κοίταγε να μη λερώσει εμάς, τους … καλοαπολυμασμένους, αλλά μαυρισμένους ψυχικά…  
          
Έφυγα με κάποια ανακούφιση, μην πω και χαρά…Αρχικά, πέρα απ’ αυτή καθαυτή την αίσια -όσο μπορεί να χαρακτηριστεί έτσι, κάτι που ακόμη δεν ολοκληρώθηκε- κατάληξη, εκ των υστέρων και γι’ άλλους λόγους… Για κάποια ”δώρα” αυτού του ανθρώπου προς εμένα:
α) Μου επανέφερε το ενδιαφέρον για τον συνάνθρωπο! Μου έδιωξε, με έναν ανεξήγητο τρόπο, την απάθεια, που έχει σχεδόν κάθε άνθρωπος, μετά από την οδυνηρότατη απώλεια δικού του ανθρώπου, όπως είχε συμβεί, λίγους μήνες πριν, σ’ εμένα…
β) Η ευγένεια της ψυχής του, με σκλάβωσε και με πήγε ένα βήμα παρακάτω, να συνεχίσω κάτι γι’ αυτόν, γιατί έφτανε σε σημείο να μη κοιτάει, αχόρταγα, ν’ αρπάξει ό,τι του προσφέρουν…
γ) Η μη αλλοίωση του χαρακτήρα του, να σκέφτεται μην ενοχλήσει η δυσοσμία του τον άλλον και να κρατάει αποστάσεις ασφαλείας, ενώ εμείς κοιτάμε πώς να είμαστε όσο το δυνατόν ενοχλητικότεροι για τους άλλους μπροστά στη δική μας ευκολία και βολή…
δ)  Κυκλοφορούσε, μέσα στο απαθές ανθρώπινο χάος, σαν να μην συνέβαινε τίποτα, χωρίς να κλαίγεται για τα απίστευτα παθήματά του και, κυρίως, την ανοιχτή πληγή του, την οποία κάθε άλλο παρά ”διαφήμιζε”, όπως θα έκανε, ίσως, άλλος στη θέση του….
Όχι … μετά από τόσα δώρα, πρέπει  να έρθει και η σειρά μου… Αλλωστε, δεν πρέπει να πηγαίνει τσάμπα τ’ όνομά μου…Άλλος νάχει τ’ όνομα κι άλλος τη χάρη… Εχω την υποψία δε πως τα δώρα του ήταν μόνο για μένα… Όχι… Πρέπει να γίνει ανταλλαγή δώρων και, μάλιστα, σύντομα… Δεν πρέπει να είναι τυχαίο ότι βρεθήκαμε σε τόσο δύσκολες, διαφορετικών υφών, στιγμές και για τους δυο μας… Πρέπει ν’ ανταλλάξουμε δώρα… Αυτός ο τραυματισμένος καλοκάγαθος Τζοβάνι, με τ’ όνομα του παππού, του οποίου ποτέ δεν φώναξα, ήρθε μπρος μου, όταν είχαμε χάσει την κόρη του… Τη μητέρα μου… Ζώντας ένα βαρύ ψυχολογικό σοκ, που επιφέρουν τέτοιες απώλειες για λατρεμένους μας ανθρώπους…Ηρθε, για να με βάλει, με τον τρόπο του, ξανά στη δική μου ζωή…
Αλλά ήμουν σίγουρη και για κάτι άλλο. Παρότι στο σπίτι μας, όταν ήμασταν μικροί, ποτέ δεν μας μίλαγαν για εκείνον τον αγαπημένο άγιο των παιδιών κι έτσι, ποτέ, δεν είχαμε την προσμονή του ερχομού του, τη συγκεκριμένη μέρα του έτους…Ισως, επειδή οι γονείς μας ήταν κατοχικά παιδάκια και τα ίδια είχαν μεγαλώσει να θεωρούν δώρο τον επιούσιο κι ένα ζευγάρι παπούτσια -που προτιμούσαν να δέρνονται και να ματώνουν τα πόδια τους ξυπόλητα, παρά να τα χαλάσουν! άλλες εποχές…- να  μη θεώρησαν απαραίτητο να το πράξουν σ’ εμάς…Αλλά είμαι σίγουρη… Ο Τζοβάννι δεν φορούσε λουστραρισμένες μαύρες μπότες, αλλά κάτι ξεχαρβαλωμένα παλιοπάπουτσα, που έχασκε μέσα τους το κενό της ψυχής όλων των ανθρώπων… Ναι, τα ρούχα του δεν είχαν το φωτεινό άλικο της χαράς, αλλά το καπνοσταχτί της μαυρισμένης ψυχής μας… Τα γένια του δεν ήταν ολόλευκα σαν φρεσκοπεσμένο χιόνι, αλλά σαν μια φλοκάτη, γεμάτη σταλακτίτες από αναπάντητα ερωτηματικά, που κουβαλάει ο ίδιος και γεννάει στους άλλους…Το σακίδιό του έχει μεταλλαχθεί σε ένα καρότσι, που είναι γεμάτο ”δώρα”, για τον ίδιο, όμως, συγκεντρωμένα ένα-ένα από τους … κάδους της γειτονιάς…Στα μαλλιά του δεν φόραγε ένα χαριτωμένο, απαλό γούνινο κοκκινόασπρο σκουφί, αλλά είχε μια πληγή άλικη σαν συναγερμός, που αναβόσβηνε μπροστά μου…
Με τούτα και μ’ εκείνα, εγώ που λέτε, συνάντησα τον δικό μου … Αϊ-Τζοβάννι, έναν Πρωτοχρονιάτικο … Αύγουστο!!!…Ο δικός μου, φέτος, ήρθε λίγο νωρίς, προφανώς, γιατί τα δώρα του δεν έπρεπε να καθυστερήσουν να με βρουν… Ναι, ας μη μένουμε στα στερεότυπα…Ο Αϊ-Βασίλης μπορεί να μη φορά κόκκινη στολή, να μην έρχεται από την Καισάρεια, να μην έρχεται, μόνο, τον Ιανουάριο… Αλλωστε, αυτή δεν είναι η ‘’μαγεία’’ των αγίων;… Μπορεί να φορά λερά ρούχα και για ελάφι να έχει ένα σαραβαλιασμένο καρότσι σούπερ-μάρκετ…Μακάρι, να συναντήσετε τον δικό σας…Αϊ-Τζοβάννι, όπως κι αν τον λένε, απ’ όπου κι αν έρχεται…Το σίγουρο είναι ότι έχει τον τρόπο να μας γεμίζει, πάντα, με … δώρα!… Αλλά, μετά θα αισθανθείτε πιο πλούσιοι, αν δείτε μήπως κι εκείνος χρειάζεται κάτι από εσάς…
ΝΑ ΔΙΝΕΤΕ & ΝΑ ΠΑΙΡΝΕΤΕ ΕΥΤΥΧΙΑ!!!