Η αποκάλυψη ότι υψηλόβαθμο στέλεχος τράπεζας και η σύζυγός του κατηγορούνται ότι έβαλαν στην τσέπη τους 10.000 χρυσές λίρες συγκλόνισε την καλή κοινωνία της Αθήνας, το 1956. Ήταν ένα ζευγάρι που πρωταγωνιστούσε στην κοσμική ζωή της πρωτεύουσας. Εκείνος 60 ετών έχαιρε εκτίμησης λόγω της επαγγελματικής του επιτυχίας και εκείνη 36 ετών, γοητευτική και έξυπνη.
Τραπεζικό στέλεχος, ένας στρατηγός, ένας έμπορος αλλά και μέλη της οικογένειάς τους κατήγγειλαν ότι έπεσαν θύματα του ζεύγους ισχυριζόμενοι πως ενορχηστρωτής της απάτης ήταν ο 60χρονος άνδρας ο οποίος χρησιμοποιούσε ως πειθήνιο όργανό του τη νεαρή σύζυγο του.
Τον Οκτώβριο του 1956 το ζεύγος κάθισε στο εδώλιο του Κακουργιοδικείου Πειραιά κατηγορούμενο για απάτη και πλαστογραφία. Δηλώνοντας στο δικαστήριο ότι είναι τα «μεγαλύτερα θύματα τους» κατέθεσαν ένας συνάδελφος του κατηγορούμενου και η σύζυγός του οι οποίοι ανήκαν στο στενό φιλικό τους περιβάλλον. «Λόγω των στενών φιλικών δεσμών που είχαμε παραδώσαμε στην κατηγορουμένη όλα τα χρήματα που πήρε η σύζυγός μου από την πώληση του πατρικού της και με τα οποία είχαμε πρόθεση να αγοράσουμε σπίτι στην Αθήνα» κατέθεσε ο άλλοτε στενός φίλος του ζευγαριού, συμπληρώνοντας πως τα χρήματά τους θα πήγαιναν δήθεν σε κάποια επένδυση η οποία, ωστόσο, δεν έγινε ποτέ.
«Η μόνη λύση είναι να αυτοκτονήσω»
Η σύζυγός του δε, υποστήριξε πως, πέρα από τα χρήματα του σπιτιού, έδωσε στην κατηγορουμένη και άλλα ως δάνειο γιατί ισχυριζόταν πως χρωστούσε, χωρίς να το γνωρίζει ο σύζυγός της: «Αρχικά μου απέσπασε 165 χρυσές λίρες, μετά 100 και τέλος 365. Στο τέλος, έλεγε: “Κοντεύω να τρελαθώ. Το αίμα έχει ανέβει στο κεφάλι μου. Η μόνη λύση είναι να αυτοκτονήσω”». Και οι δυο μάρτυρες εξέφρασαν την πεποίθηση πως ο 60χρονος έλεγε ψέματα ότι δεν γνώριζε για τη δράση της συζύγου του. «Ήταν ο εμπνευστής των απατών της συζύγου του και σκεπτόταν, μετά την συνταξιοδότηση του, να φύγει για τον Καναδά, όπου ζούσε ο γιος του από τον πρώτο του γάμο και η αδελφή του. Είχε ήδη ταξιδέψει στον Καναδά, προφανώς για να δει πως θα επενδύσει τα χρήματα» κατέθεσε ο μάρτυρας.
Ως πρωταγωνιστή της απάτης υπέδειξε στο δικαστήριο τον κατηγορούμενο και ο σύζυγος της αδελφής της κατηγορούμενης, απόστρατος στρατηγός. Εκείνος αφηγήθηκε πως η γυναίκα, σε ηλικία 25 ετών, σύναψε ερωτική σχέση με τον κατηγορούμενο που ήταν παντρεμένος με παιδιά. «Εκείνη την περίοδο διακόψαμε κάθε σχέση.
Όταν, όμως, εκείνος χώρισε και παντρεύτηκαν αρχίσαμε και πάλι να έχουμε επαφές» είπε ο μάρτυρας και αναφέρθηκε σε σειρά απατών της κουνιάδας του ,η οποία ζητούσε χρήματα από φίλους και γνωστούς ισχυριζόμενη πως, εν αγνοία του συζύγου της, είχε δημιουργήσει χρέη. «Αυτό ήταν ψέμα γιατί έχει αποδειχθεί πραγματική ψυχική δούλη του κατηγορούμενου, ο οποίος ήθελε να μαζέψει χρήματα για να φύγει στον Καναδά.
Η κατηγορουμένη είχε καταφέρει να μας πείσει όλους να μην αποκαλύψουμε το μυστικό της στο σύζυγο της γιατί φοβόταν, όπως έλεγε, ότι θα τη χώριζε» τόνισε ο μάρτυρας.
Τα θύματα, το ένα μετά το άλλο, κατέθεσαν στο δικαστήριο τους τρόπους με τους οποίους, όπως είπαν, εξαπατήθηκαν από το ζευγάρι. Στις περισσότερες περιπτώσεις έδιναν χρυσές λίρες και έπαιρναν στα χέρια τους αποδείξεις ή συναλλαγματικές οι οποίες, όπως αποδείχθηκε στη συνέχεια, ήταν πλαστές. Μεταξύ των θυμάτων, φίλες της κατηγορουμένης, η μητέρα ενός εμπόρου αλλά και μια υπηρέτρια, η οποία έδωσε 70 χρυσές λίρες που είχε καταφέρει να συγκεντρώσει με αιματηρές οικονομίες για να αγοράσει ένα οικόπεδο.
«Έπεσε θύμα της αφέλειας του»
Από το βήμα του μάρτυρα πέρασαν ένας βιομήχανος, καθηγητές πανεπιστημίου, πρόεδροι Οργανισμών, δικαστικοί και έμποροι οι οποίοι κατέθεσαν ως μάρτυρες υπεράσπισης του κατηγορούμενου. «Έπεσε θύμα της αφέλειας του» είπε ένας από τους μάρτυρες ενώ ένας δεύτερος, μίλησε για την ημέρα που συνόδευσε τον κατηγορούμενο σε φιλικό τους σπίτι όπου βρήκαν τη σύζυγό του σε κατάσταση υστερίας γιατί αποκαλύφθηκαν τα δάνεια που είχε λάβει. «Ο κατηγορούμενος φαινόταν να αγνοεί τα πάντα» υποστήριξε ο μάρτυρας.
Στην απολογία της η 36χρονη γυναίκα ισχυρίστηκε πως το 1946, πριν το γάμο της, δανείστηκε από έμπορο της Θεσσαλονίκης 400 χρυσές λίρες για να αντιμετωπίσει τις υποχρεώσεις του εργοστασίου κατασκευής που είχε κληρονομήσει, μαζί με την αδελφή της, από τον πατέρα της. Όμως το εργοστάσιο, είπε, δεν απέδιδε με αποτέλεσμα να μην μπορεί να εξοφλήσει το χρέος και να δανειστεί και πάλι με υψηλό επιτόκιο. «Με αυτό τον τρόπο βρέθηκα “βυθισμένη” σε ένα κύκλο δανείων, χωρίς να το γνωρίζει ο σύζυγος μου.
Προσπαθούσα συνεχώς να μην το μάθει ο σύζυγος μου γιατί φοβόμουν ότι θα με έδιωχνε. Δυστυχώς οι συγγενείς μου όχι μόνο δεν έκαναν τίποτα για να με βοηθήσουν, αλλά έκαναν το παν για να με χαντακώσουν» υποστήριξε. Ο γαμπρός της παρενέβη λέγοντας πως το εργοστάσιο, το οποίο επικαλέστηκε η κατηγορούμενη, στην πραγματικότητα ήταν ένα εργαστήριο λουκουμιών με πολύ μικρή παραγωγή. Η 36χρονη συνεχίζοντας την απολογία της, ισχυρίστηκε ότι είχε πάρει χρήματα και από το σύζυγο της για να καλύψει τα δάνεια λέγοντας του ψέματα ότι τα ήθελε για να αποπληρώσει οικογενειακές τους υποχρεώσεις. «Θα ήμουν ευτυχής αν ο σύζυγος μου, τον οποίο αγαπώ, με σκότωνε για να μην φτάσω σε αυτή την κατάντια» είπε η γυναίκα.
Ο 60χρονος κατηγορούμενος ισχυρίστηκε πως ανακάλυψε για τα δάνεια της συζύγου του το 1955 σε φιλικό τους σπίτι. «Το ύψος των υποχρεώσεων ήταν αρχικά μικρό αλλά στη συνέχεια ανακάλυψα πως υπήρχε ολόκληρη στρατιά δανειστών. Ήταν αδύνατον να αποπληρώσω τους δανειστές… Δεν έχω καμία σχέση με την υπόθεση. Ο κύκλος των γνωριμιών μου ήταν ευρύς και θα μπορούσα εύκολα να δανειστώ χρήματα για να καλύψω τις ανάγκες μου, αν χρειαζόταν» κατέληξε.
Ο εισαγγελέας ζήτησε την ενοχή και των δυο κατηγορουμένων. Τελικά, το δικαστήριο επέβαλε ποινή φυλάκισης 3 ετών στην 36χρονη και κήρυξε αθώο τον σύζυγο της.