Γράφει ο Πάνος Σκουρολιάκος, Βουλευτής Ανατολικής Αττικής και τομεάρχης Πολιτισμού του ΣΥΡΙΖΑ-Π.Σ.
Μαζί με τα μεγάλα αυτά έργα όμως ο Φιλόλαος «κατασκεύαζε» και τους χώρους που ζούσε. Έχτιζε, διόρθωνε και κατασκεύαζε τοίχους, έπιπλα, χρηστικά αντικείμενα
Ένα παιδί στη λασπωμένη Λάρισα παρατηρεί τα αγάλματα στις πλατείες της πόλης του. Ο πατέρας του είναι επιπλοποιός και ο παππούς του λεβητοποιός. Γεννιέται λοιπόν το παιδί αυτό ανάμεσα σε δύο υλικά που συντροφεύουν τον άνθρωπο χιλιετίες πίσω και μαθαίνει την τέχνη των μαστόρων που τιθασεύουν, δίνουν μορφή και χρησιμότητα στο ζεστό ξύλο και το ψυχρό μέταλλο.
Μεγαλώνοντας ο Φιλόλαος Τλούπας (αδελφός του μετέπειτα σπουδαίου φωτογράφου Τάκη Τλούπα) παρατηρεί τα αγάλματα στην πόλη του. Κοντά στο σπίτι του υπάρχει μια προτομή. Νομίζει λοιπόν ότι άγαλμα είναι αυτό το μπούστο με το κεφάλι κολλημένο σε μία μαρμάρινη κολώνα. Αποφασίζει να σπουδάσει γλυπτική και ζωγραφική. Με δάσκαλο τον Απάρτη, τελειώνει τις σπουδές του στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών στην Αθήνα και ακολουθεί τη μοίρα της γενιάς του. Ξενιτεύεται στο Παρίσι. Εκεί θα συναντήσει κι άλλους νέους, διωγμένους από την πατρίδα με βία ως αριστεροί, ή «εκ των πραγμάτων» από μια πατρίδα λαβωμένη, που δεν μπορούσε να προσφέρει τίποτα στα παιδιά της. Κερδίζει τα πρώτα του χρήματα ως δάσκαλος της κεραμοπλαστικής. Πλάι στο ξύλο και το μέταλλο προστίθεται και το χώμα. Ο πηλός. Πώς να μην μαγέψει τους Γάλλους ένας Έλληνας που, ξεκινώντας από τις ρίζες του Ολύμπου, τους πάει δώρο αυτά τα παλιά υλικά, δουλεύοντάς τα με τρόπο τέτοιο ώστε να σαγηνεύει το βλέμμα, να ενεργοποιεί τη φαντασία και να αγκαλιάζει τον θεατή με τη ζεστασιά και την οικειότητα των σχημάτων του.
Δημιουργεί έργα μεγάλα σε διαστάσεις. Μνημειακά. Εμβληματικό του έργο, η δημιουργία των δεξαμενών ύψους 60 μέτρων της πόλης Valence, κερδίζοντας το πρώτο βραβείο για το καλύτερο αρχιτεκτόνημα της δεκαετίας 1970-80. Στην Ελλάδα, ατσάλινα και τσιμεντένια μαζί γλυπτά του υπάρχουν το Μνημείο της Αντίστασης στη Λάρισα και στον Βόλο τα τσιμεντένια γλυπτά του στην παραλία της πόλης.
Μαζί με τα μεγάλα αυτά έργα όμως ο Φιλόλαος «κατασκεύαζε» και τους χώρους που ζούσε. Έχτιζε, διόρθωνε και κατασκεύαζε τοίχους, έπιπλα, χρηστικά αντικείμενα. Στο ατελιέ του τα σιδερένια πλακάκια του μπάνιου είναι φτιαγμένα από τον ίδιο. Οι ξύλινες πολυθρόνες είναι λαξεμένες από τα χέρια του, ενώ μικρά ξύλινα και ατσάλινα γλυπτά είναι τοποθετημένα στις «φωλιές» των τοίχων. Στον κήπο αγάλματα και σιντριβάνια, χειροποίητα κι αυτά.
Σε όλο του το έργο ο απόηχος της μεσογειακής πατρίδας του διαπερνά τη μοντέρνα αντίληψη και την μπολιάζει με τη δύναμη του ξύλου, του μέταλλου, του πηλού, του μπετόν.
Λέει σε μια συνομιλία με την Αθηνά Σχινά: «Αγαπώ τα πράγματα που δεν τους δίνει εύκολα κανείς σημασία, όπως τα βότσαλα, τα κόκκαλα των ζώων, οι φτερούγες των πουλιών, οι κορμοί των δέντρων, οι βλαστοί, τα φυλλώματα και τα πέταλα των λουλουδιών». Οι οικολογικές επιλογές στη ζωή του εμφανείς. Αγαπά τη φύση. Στον κήπο του στη Γαλλία καλλιεργεί λαχανικά, φυτεύει φασκόμηλο, μνήμη πατρίδας κι αυτό. Η θέρμανση γίνεται κυρίως από το τζάκι. Τα ράφια στην κουζίνα είναι γεμάτα από σπιτικές κομπόστες και βότανα.
Ο Φιλόλαος πέρασε μια ζωή στα ξένα διατηρώντας την προίκα της πατρώας γης, την κουλτούρα και τον πολιτισμό των παιδικών του χρόνων ακέραια. Τραχιά, όπως η κάπα του Έλληνα βοσκού που φορούσε τους παρισινούς χειμώνες για πανωφόρι. Και βελούδινη σαν το αεράκι του καλοκαιρινού Πηλίου που ανανέωνε την έμπνευσή του.
Εχοντας γνωριμία στη Γαλλία με την οικογένεια του βαρόνου Piere de Coubertin, του αναβιωτή στη σύγχρονη εποχή των Ολυμπιακών Αγώνων, φιλοτέχνησε ένα άγαλμά του με βάση μια φωτογραφία του στην ηλικία των 30 χρόνων. Το ύψος του είναι 9 μέτρα, με το κυρίως σώμα ύψους 2 μέτρων να εδράζεται σε μία κυλινδρική βάση περίπου 4 μέτρων, ενώ πάνω του υπάρχει ένας πυλώνας περίπου 3 μέτρων. Το 2003, ενόψει των Ολυμπιακών Αγώνων του 2004, ζητήθηκε από τον ίδιο και την οικογένειά του να αναλάβει η Πολιτεία την υλοποίηση του έργου και τη μεταφορά του στην Ελλάδα. Η ελληνική κυβέρνηση άφησε τον σπουδαίο αυτόν Έλληνα με αναπάντητο ουσιαστικά το αίτημά του. Προφανώς είχε άλλες προτεραιότητες, πιο ενδιαφέρουσες… Για άλλη μια φορά η πατρίδα τον έδιωξε μακριά της.
Ο Φιλόλαος Τλούπας πέθανε τον Σεπτέμβριο του 2010 στο Παρίσι. Κατόπιν επιθυμίας του του αποτεφρώθηκε και η στάχτη του σκορπίστηκε στον κήπο του εργαστηριού του. Στην τελετή οι φίλοι του ήπιαν ένα ποτήρι κρασί στη μνήμη του. Ο Φιλόλαος λοιπόν είναι εκεί. Στο εργαστήρι του. Και ονειρεύεται τη μετεμφυλιακή Λάρισα, τη βλάστηση του Πηλίου, το αεράκι του Αιγαίου, την αγκαλιά της Μεσογείου…