Βαγγέλης Μεϊμαράκης Πολιτικός βαρόνος ή γαλάζιος στρατιώτης;

8.1.2016

της Σοφίας Μπασκάκη

Με καταβολές από πολιτική οικογένεια της Κρήτης, ο Βαγγέλης Μεϊμαράκης κατάφερε να χαράξει την προσωπική του πολιτική πορεία μέσα από τα δικά του βήματα, υπηρετώντας πιστά, επί σειρά ετών, την ιδεολογία της παράταξης του Ιδρυτή της Κωνσταντίνου Καραμανλή. Ξεκίνησε από απλό μέλος, έγινε βουλευτής, υπουργός, γραμματέας του κόμματος και έφτασε μέχρι το πολιτειακό αξίωμα του προέδρου της Βουλής, χωρίς ποτέ να χάσει κάτι από αυτό που πάντα τον χαρακτήριζε. Την πολιτική καθαρότητα του.

Γεννημένος στην Αθήνα στις 14 Δεκεμβρίου του 1953, σπούδασε Νομική και Πολιτικές επιστήμες, ενώ παράλληλα εντάχθηκε από νεαρή ηλικία στους κόλπους της κεντροδεξιάς παράταξης εκφράζοντας την λαϊκή πλευρά, αποτελώντας αδιαμφισβήτητα έναν ευφυή και έμπειρο πολιτικό που ανέβηκε «σκαλί-σκαλί», όπως επισημαίνει ο ίδιος, δίνοντας έτσι την απάντηση στα κακεντρεχή σχόλια περί «βαρονίας».

Από τα ιδρυτικά στελέχη της ΟΝΝΕΔ, η οποία ιδρύθηκε το 1974, ανέλαβε καθοριστικό ρόλο στην πολιτική διαδρομή της Νέας Δημοκρατίας και όπως αναφέρει ο ίδιος υπήρξε «πάντα στρατιώτης και στις χαρές και στις λύπες της παράταξης, σεβόμενος την ιστορία του κόμματος και τους προέδρους του».

Ο λόγος του πάντα καθαρός και σεβαστός, βρήκε σύμφωνους άπαντες ως προς την ανάδειξη του σε προσωρινό πρόεδρο της Νέας Δημοκρατίας μετά την παραίτηση του κ. Αντώνη Σαμαρά. Θεωρήθηκε ως το καταλληλότερο πρόσωπο που θα μπορούσε να αναλάβει τα ηνία του κόμματος σε εκείνη τη δύσκολη καμπή της ιστορίας του. Όπως αποδείχτηκε η επιλογή αυτή έφερε θετικό αποτέλεσμα, αφού κατάφερε μέσα σε ελάχιστο χρόνο και υπό αντίξοες συνθήκες να συσπειρώσει τα στελέχη του κόμματος και να εμφυσήσει ηρεμία στο εσωτερικό της παράταξης, ώστε να ανταπεξέλθει αξιοπρεπώς στην προεκλογική αναμέτρηση του Σεπτεμβρίου.

Σήμερα διεκδικεί την Προεδρία της Νέας Δημοκρατίας στις 10 Ιανουαρίου, στον δεύτερο γύρο των εσωκομματικών εκλογών,  μετά τον πρώτο γύρο της 20ης Δεκεμβρίου, που τον έφερε πρώτο στις προτιμήσεις όχι μόνο των στελεχών του κόμματος αλλά και στη συνείδηση όλου του Νεοδημοκρατικού λαού.

Με πραγματική αγάπη για το ιστορικό παρελθόν της παράταξης, αλλά και αισιοδοξία για το ευοίωνο μέλλον της, δίνει την προσωπική του μάχη, από τη θέση του υποψήφιου προέδρου, για την ενότητα και τον εκσυγχρονισμό του κόμματος. «Επιθυμώ ένα κόμμα ανοιχτό στην κοινωνία και στα νέα ιδεολογικά ρεύματα. Ένα κόμμα που θα δίνει ευκαιρίες σε όλους χωρίς αποκλεισμούς, με αξιοκρατία και επιβράβευση της προσφοράς» λέει ξεδιπλώνοντας το όραμα του και συνεχίζει «Ως πρόεδρος της Ν.Δ. θα κρατήσω όλα τα θετικά του παρελθόντος και πάνω σε αυτά,  κάνοντας βεβαίως την αυτοκριτική μας, θα οικοδομήσουμε το καινούργιο». Στόχος που εγγυάται ότι θα υπηρετήσει ως Πρόεδρος της Νέας Δημοκρατίας είναι «η ενωμένη και ισχυρή Νέα Δημοκρατία» και «η ανασυγκρότηση και αναδιοργάνωση της παράταξης σε τοπικό αλλά και κεντρικό επίπεδο, η παραγωγή πολιτικής και το άνοιγμα στην κοινωνία και στις νέες ιδέες».

Η αμεσότητα του λόγου του και η ειλικρίνεια του χαρακτήρα του, απέφεραν σε ορισμένες περιπτώσεις  αρνητικά σχόλια σχετικά με την επικριτική του διάθεση απέναντι στον Πρωθυπουργό κ. Αλέξη Τσίπρα. Ο ίδιος δεν διστάζει να πει τα πράγματα με το όνομα τους χωρίς να κρύβεται πίσω από τις λέξεις. Επεσήμανε ότι η κυβέρνηση έχει δοθεί πλήρως στους δανειστές και  ότι «από το Σεπτέμβριο λέει μόνο “ναι”», ενώ παράλληλα βρίσκεται σε πλήρη αναντιστοιχία με τα όσα έλεγε προεκλογικά και προσθέτει «χαίρομαι που ένας μαρξιστής προχωρά σε ιδιωτικοποιήσεις. Αυτό δεν είναι πρόβλημα για τη Νέα Δημοκρατία, αλλά για το ΣΥΡΙΖΑ που θα διαρρήξει τις σχέσεις του με την εκλογική του βάση».

 Άγρυπνος φρουρός της διαφύλαξης των αρχών της Νέας Δημοκρατίας αποκλείει τα σενάρια περί οικουμενικής κυβέρνησης λέγοντας χαρακτηριστικά «δεν με απασχολούν τα σενάρια οικουμενικής» και αναφερόμενος στον κ. Τσίπρα προσθέτει ότι «εάν δεν τα καταφέρει οφείλει να το πει και να φύγει. Και να ακολουθηθούν οι διαδικασίες που προβλέπει το Σύνταγμα».

Με το φιλολαϊκό πνεύμα που τον διακρίνει αλλά και με την πολιτική βούληση που τον διακατέχει ο κ. Μεϊμαράκης εμφανίζεται αρνητικός σε οποιοδήποτε ψήφισμα αφορά μειώσεις συντάξεων και νέους φόρους. Έχοντας τω γνώθι σ’ αυτόν τονίζει ότι ο ίδιος προσωπικά αλλά και η Ν.Δ., όπως πιστεύει, «ουδέποτε υπήρξε ούτε μνημονιακή ούτε αντιμνημονιακή. Ακολούθησε μία πολιτική με την  οποία, πολλές φορές, διαφωνούσε κιόλας, αλλά έπρεπε να ακολουθήσει» και συνεχίζει  «κατά συνέπεια δεν τα ψηφίζουμε αυτά διότι εμείς πιστεύουμε σε ένα άλλο μείγμα οικονομικής πολιτικής. Σε ένα μείγμα το οποίο θα έφερνε ανάπτυξη».

Ευαισθητοποιημένος απέναντι στα λαϊκά στρώματα επισημαίνει ότι «Εμείς δεν είμαστε εκφραστές μόνο όσων έχουν τα μέσα παραγωγής. Δεν είμαστε ταξικό κόμμα. Εμείς εκπροσωπούμε, νοιαζόμαστε και εκφράζουμε και αυτόν ο οποίος έχει μέσα παραγωγής, αλλά και τον εργαζόμενο και τον άνεργο και τον αγρότη και είμαστε ένα κόμμα λαϊκό». Με πρόθεση να οδηγήσει τη χώρα σε ανάπτυξη για όλους και όχι για μερικούς ή ευνοημένους ξεκαθαρίζει ότι «Εμείς νοιαζόμαστε για τον αδύναμο πολίτη, για τον απλό πολίτη. Και με κανέναν τρόπο δεν μπορεί να δώσουμε, μιλώντας ιδεολογικά ή εφαρμόζοντας την πολιτική μας, τη δικαίωση στην Αριστερά να λέει ότι είμαστε ταξικό κόμμα. Είμαστε κόμμα λαϊκό, νοιαζόμαστε και θέλουμε να εκφράσουμε όλες τις κοινωνικές ομάδες και πολύ περισσότερο τις αδύναμες ομάδες».

Γνωρίζοντας τον κ. Μεϊμαράκη θα καταλάβει κανείς αμέσως πόσο συναινετικός και συνεργάσιμος άνθρωπος είναι, αλλά και ένα γερό στήριγμα σε κάθε δυσκολία. Εκτός από πιστός γαλάζιος στρατιώτης του κόμματος είναι και ένας εξαιρετικός σύζυγος και πατέρας. Παντρεμένος με την κ. Ιωάννα Κολοκοτά έχουν αποκτήσει δύο υπέροχες κόρες και αφήνει μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας την οικογένεια τους, κρατώντας τις προσωπικές οικογενειακές τους στιγμές καλά φυλαγμένες σαν πολύτιμο θησαυρό.

Αν ακόμα ορισμένοι αμφισβητούν τις προσθέσεις του κ. Βαγγέλη Μεϊμαράκη και αναρωτούνται γιατί να είναι ο αυριανός Πρόεδρος της Νέας Δημοκρατίας η απάντηση είναι απλή. Γιατί είναι αυθεντικός, έμπειρος πολιτικός και πιστός γαλάζιος στρατιώτης, που θα διαφυλάξει όχι μόνο την ενότητα της παράταξης, αλλά θα καταφέρει να ξανακερδίσει το κόμμα τη θέση που διαχρονικά του αξίζει κατακτώντας και πάλι την κορυφή με την Ελλάδα μπροστά.