Βασίλης Μπισμπίκης: “Αν δεν ζεις όπως θες, τι να την κάνεις την τέχνη;”

Μια μεγάλη συνέντευξη, στον Θεοδόση Μίχο, με αφορμή την παράσταση «Έγκλημα και Τιμωρία: Αθήνα». Από τους λόγους που τον οδήγησαν στη μεταγραφή του αριστουργήματος του Ντοστογιέφσκι στο παρόν του αθηναϊκού περιθωρίου, μέχρι τη φασαρία της επωνυμίας που ίσως έχει ένα κόστος, αν τα βάλεις όμως όλα σε μια ζυγαριά, τελικά τι είναι πιο σημαντικό; Η ζωή δεν είναι;

Δηλαδή αυτό που κάνει ο Γιάννης είναι κακό;» λέει ο Βασίλης Μπισμπίκης, και στρέφει το βλέμμα του στον Γιάννη Οικονομίδη που κάθεται δίπλα του μιας και οι δύο φίλοι και συνεργάτες έχουν μόλις συναντηθεί ξανά στο κοινό τους στέκι.

Εννοεί ότι δεν μπορεί να θεωρείται εξ ορισμού μεμπτό να έχεις ως δημιουργός ένα ύφος αναγνωρίσιμο και μια αισθητική, αν όχι και θεματολογία, συναφή, έστω σε πρώτο επίπεδο, από έργο σε έργο, όπως έχει ο Οικονομίδης ως σκηνοθέτης κινηματογραφικών ταινιών, όπως έχει και ο Μπισμπίκης ως σκηνοθέτης θεατρικών παραστάσεων.

Βασίλης Μπισμπίκης:
Γιάννης Οικονομίδης και Βασίλης Μπισμπίκης.  ΦΡΑΝΤΖΕΣΚΑ ΓΙΑΪΤΖΟΓΛΟΥ-WATKINSON

Η νέα που σκηνοθετεί και ανεβάζει με την ομάδα Cartel στην Κεντρική Σκηνή της Στέγης είναι το «Έγκλημα και Τιμωρία: Αθήνα», βασισμένη προφανώς στο «Έγκλημα και Τιμωρία» του Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι, ένα αριστουργηματικό κείμενο που ο σκηνοθέτης διασκευάζει (ο ίδιος προτιμά τον όρο μεταγραφή) με τον τρόπο του, τοποθετώντας το στο παρόν του αθηναϊκού περιθωρίου.

«Δεν ξέρω “καλά ελληνικά” για να γράψω αλλιώς. Τουλάχιστον τη γλώσσα του δρόμου, τη λαϊκή γλώσσα, την καταλαβαίνω, την ξέρω. Αντιλαμβάνομαι ψυχικά αυτούς τους ήρωες. Είναι και η ίδια η επιλογή των έργων όμως από μόνη της που λέει κάτι. Δηλαδή και το “Άνθρωποι και ποντίκια” δεν μιλάει για κανένα μεγαλοαστικό τοπίο. Ούτε το “Έγκλημα και τιμωρία”. Για το περιθώριο μιλάει και αυτό. Είναι κάτι που μπορώ να το καταλάβω. Βιωματικά, καλλιτεχνικά και αισθητικά με ενδιαφέρει να μιλήσω για αυτούς τους αόρατους ανθρώπους που κυκλοφορούν γύρω μας και είναι κοινωνικά αποκλεισμένοι. Κάπως θέλω να τους βγάλω στην επιφάνεια» λέει στο Magazine, αναγνωρίζοντας και ο ίδιος ότι «μπορεί να έχει περάσει κάπως στον κόσμο ότι ο Μπισμπίκης παίρνει κλασικά έργα και τα μεταφέρει στο σήμερα». Το θέμα, όπως τονίζει, είναι γιατί το κάνει: «Δεν θέλω ο θεατής να κρατάει απόσταση».

Δεν θέλει να καθίσει o θεατής αναπαυτικά στην καρέκλα του και να πει: Εντάξει, αυτά συνέβαιναν τότε, δεν συμβαίνουν τώρα.

Πότε διάβασες πρώτη φορά το «Έγκλημα και Τιμωρία»;
Από τη βιβλιοθήκη του παππού μου το είχα πάρει μικρός. Ο παππούς μου ήταν κομμουνιστής και είχε μερικά «απαγορευμένα» βιβλία, δεν με άφηνε η μάνα μου να τα διαβάζω. Κάποια είχαν να κάνουν με το σύμπαν, του «διαβόλου» πράγματα δηλαδή. Στο μεταξύ η γιαγιά μου τότε πίστευε ότι στο φεγγάρι ζούσε ο Θεός. Της λέω κάποια στιγμή: Βρε γιαγιά, αφού πήγαν οι άνθρωποι στο φεγγάρι. Μπορεί να τους είδε, μου λέει, και να πήγε παραπέρα. Τέλος πάντων, ανάμεσα σε αυτά τα βιβλία ήταν και ο Ντοστογιέφσκι. Ήμουν γύρω στα 16 όταν το διάβασα.

Θυμάσαι την εντύπωση που σου είχε κάνει τότε;
Αυτό που θυμάμαι σίγουρα είναι ότι είχα «χωθεί» μέσα στο βιβλίο. Ήταν πολύ σκοτεινό, με απίστευτες λεπτομέρειες, με έβαζε μέσα σε έναν ολόκληρο κόσμο. Ήταν η εποχή που διάβαζα μόνο εξωσχολικά βιβλία, Μπακούνιν, Κροπότκιν, τέτοια πράγματα. Με τον ήρωα του Ντοστογιέφσκι ταυτιζόμουν με ένα τρόπο, ήμουν κι εγώ τότε σε φάση που ήθελα να ξεριζώσω, ας πούμε, ένα καρκίνωμα από την κοινωνία, να κάνω κάτι τέτοιο. Τέλος πάντων το βιβλίο με καθόρισε.

Μόνο σε γοήτευσε; Δεν σε τρόμαξε καθόλου αυτός ο κόσμος;
Όχι, δεν μπορώ να πω ότι σκιάχτηκα, ήταν όμως σίγουρα υποβλητικό όλο αυτό.

Πότε αποφάσισες να το κάνεις παράσταση;
Πριν από οχτώ-εννιά χρόνια είχαμε κάνει μια προσπάθεια με την ομάδα στο Cartel. Ήταν όμως πολύ μεγάλο το κόλπο για να το αντέξουμε τότε. Κάναμε ένα μήνα πρόβες και το αφήσαμε.

Και τότε στο ίδιο στιλ είχες την παράσταση στο μυαλό σου; Να διαδραματίζεται στη σύγχρονη Αθήνα;
Όχι, δεν είχα ξεκινήσει ακόμη να κάνω αυτές τις μεταγραφές. Τότε το φανταζόμουν πιο κλασικό το έργο.

Ποιο πιστεύεις ότι είναι το ηθικό δίδαγμα του βιβλίου;
Εξαρτάται πώς θα το δεις όλο αυτό. Μπορείς πχ να το δεις σε σχέση με το ότι ο Ντοστογιέφσκι ήταν χριστιανός ορθόδοξος -σε μια εποχή και χώρα που η θρησκεία ήταν κάτι πάρα πολύ σημαντικό- και έβαλε τον ήρωα να πάθει μια μεταστροφή μέσα από τη Βίβλο. Και με τη «Σόνια» που του μιλάει για τον Λάζαρο, για την Ανάσταση, αυτό που καταλαβαίνεις είναι ότι σίγουρα δεν πρέπει να κάνεις φόνο, γιατί ταλαιπωρείσαι πάρα πολύ ψυχικά και δεν κερδίζεις τίποτα. Για μένα όμως ο ήρωας παλεύει για το δίκιο, διαπράττει ένα ιδεολογικό έγκλημα και πρέπει κάποια στιγμή να αναλάβει την ευθύνη για να μην την πληρώσει κάποιος αθώος. Αυτό είναι κομβικό σημείο και για την παράσταση. Δηλαδή ο άνθρωπος αυτός κάνει κάτι και πάει να χρεωθεί η όλη ιστορία σε δύο τζάνκι που έκλεψαν τη γριά. Πρέπει να αναλάβει την ευθύνη του. Αλλιώς θα επικρατήσει το άδικο. Αυτός ο άνθρωπος παλεύει για τη δικαιοσύνη, τουλάχιστον έτσι όπως την αντιλαμβάνεται.

Άρα για σένα η δικαιοσύνη είναι το ηθικό δίδαγμα.
Ναι, και ότι πρέπει να αναλαμβάνεις την ευθύνη των επιλογών σου. Αλλά πρέπει να κάνεις και θυσίες. Αυτό ισχύει για όλα τα πράγματα. Τώρα για παράδειγμα συζητάμε στην Ελλάδα για όλη αυτή την ιστορία με το θέατρο και τα πτυχία των ηθοποιών. Υπάρχει άδικο; Υπάρχει. Δεν πρέπει να αναλάβουμε την ευθύνη μας; Πρέπει. Δεν πρέπει να συνεχίσουμε τον αγώνα μας μέχρι να αλλάξει η κατάσταση; Πρέπει. Τι σημαίνει αυτό; Μπορεί να κλείσει το Φεστιβάλ Αθηνών; Ναι, να κλείσει αν τα καταφέρουμε. Προφανώς είναι μια θυσία. Πολλοί άνθρωποι θα μείνουν χωρίς δουλειά. Αλλά γίνεται ποτέ κάτι να αλλάξει «αναίμακτα»;

Γράψε αυτό που ξέρεις, αυτό που έχεις ζήσει, έλεγε κάποτε ο Μπάροουζ. Γι’ αυτό σκηνοθετείς κατ’ αυτόν τον τρόπο, και οι παραστάσεις σου διαδραματίζονται σε τόσο συγκεκριμένο χωροχρονικό και κοινωνικό πλαίσιο;
Κάπως έτσι είναι. Αυτό καταλαβαίνω. Δεν ξέρω «καλά ελληνικά» για να γράψω αλλιώς. Τουλάχιστον τη γλώσσα του δρόμου, τη λαϊκή γλώσσα, την καταλαβαίνω, την ξέρω. Αντιλαμβάνομαι ψυχικά αυτούς τους ήρωες. Είναι και η ίδια η επιλογή των έργων όμως από μόνη της που λέει κάτι. Δηλαδή και το «Άνθρωποι και ποντίκια» δεν μιλάει για κανένα μεγαλοαστικό τοπίο. Ούτε το «Έγκλημα και τιμωρία». Για το περιθώριο μιλάει και αυτό. Είναι κάτι που μπορώ να το καταλάβω. Βιωματικά, καλλιτεχνικά και αισθητικά με ενδιαφέρει να μιλήσω για αυτούς τους αόρατους ανθρώπους που κυκλοφορούν γύρω μας και είναι κοινωνικά αποκλεισμένοι. Κάπως θέλω να τους βγάλω στην επιφάνεια.

Πότε γίνεται μανιέρα όλο αυτό;
Περίμενε, ρε φίλε, δεν είναι μανιέρα. Και δεν είναι γιατί τα έργα έχουν και μεγάλες διαφορές. Δηλαδή άλλο πράγμα θέλει να κάνει ο «Πατέρας», άλλο τα «Ποντίκια», άλλο τα «Φανάρια», άλλο το «Έγκλημα και τιμωρία». Μπορείς να πεις ότι έχω μια αισθητική και τη χρησιμοποιώ, εντάξει. Ξέρω ’γώ είναι μανιέρα αυτό;

Να το θέσω αλλιώς: Ανακοινώνεις αύριο ακόμη μία νέα παράσταση. Πιστεύεις ότι θα είναι περισσότεροι αυτοί που θα εκπλαγούν ή όχι αν διαδραματίζεται στη «λούμπεν Αθήνα»;
Μπορεί οι περισσότεροι να μην εκπλαγούν, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι έχω κάνει και πολλά έργα έτσι. Απλά αυτά τα έργα παίχτηκαν πολύ. Το «Άνθρωποι και ποντίκια» είναι μια παράσταση πέντε ετών, όμως άφησε αποτύπωμα. Ναι, μπορεί να έχει περάσει κάπως στον κόσμο ότι ο Μπισμπίκης παίρνει κλασικά έργα και τα μεταφέρει στο σήμερα. Γιατί το κάνω είναι το θέμα. Και το κάνω γιατί δεν θέλω ο θεατής να κρατάει απόσταση. Αν ανέβαζα τον «Πατέρα» του Στρίντμπεργκ με κλασικά ρούχα κλπ, να μιλάνε μια παλιά γλώσσα, θα μπορούσε κάποιος να καθίσει αναπαυτικά στην καρέκλα του και να πει: Εντάξει, αυτά συνέβαιναν τότε, δεν συμβαίνουν τώρα. Αν όμως πάρεις το έργο και με τις σωστές αντιστοιχίες το φέρεις στο τώρα, αναγκαστικά δεν μπορεί να κρατήσει απόσταση ο θεατής. Εννοείται ότι ο πυρήνας του κειμένου είναι ο ίδιος. Η δομή, οι χαρακτήρες, όλα αυτά είναι ίδια. Απλά μεταγράφονται σε μια άλλη γλώσσα, σε ένα άλλο περιβάλλον, σε ένα άλλο χρόνο.

Βασίλης Μπισμπίκης:
 ΦΡΑΝΤΖΕΣΚΑ ΓΙΑΪΤΖΟΓΛΟΥ-WATKINSON

Στην περίπτωση του Ντοστογιέφσκι πόσο καιρό σου πήρε η μεταγραφή;
Κράτησε πέντε-έξι μήνες. Σε κάθε σελίδα κρατάμε τον πυρήνα της, βλέπουμε τι θέλει να πει ο ποιητής, βλέπουμε τους χαρακτήρες, τους στόχους τους, οι ηθοποιοί γράφουν βιογραφικά, μπαίνουμε δηλαδή όλοι μέσα σε αυτό. Υπάρχει πάντα και ένας ειδικός συνεργάτης που γράφει – τώρα είναι ο Γιάννης Μελιτόπουλος. Και όλοι μαζί προσπαθούμε να αποδώσουμε την κάθε σκηνή με το δικό μας τρόπο, στο τώρα. Όλοι γράφουμε. Δεν υπάρχει εξαρχής ένα συγκεκριμένο κείμενο. Διαμορφώνεται σιγά σιγά με τις πρόβες.

Πότε αποκτά μια καθορισμένη μορφή;
Όταν ξεκινά η παράσταση, καθορίζονται κάποια πράγματα. Αλλά συνεχίζει να υπάρχει περιθώριο αυτοσχεδιασμού στο λόγο.

Δεν θα πάθει τίποτα ο Ντοστογεέφσκι με την παράστασή μου. Είναι σαν να μου λες ότι θα πάθουν κάτι οι αρχαίοι που τους παίρνουμε τα κείμενα και τους αλλάζουμε τα φώτα. Ε, και;

Σε όσους λένε ότι είναι ανήκουστο να πειράζει κανείς κατ’ αυτό τον τρόπο ένα κείμενο ιερό σαν του Ντοστογιέφσκι, τι απαντάς;
Χέστηκα. Γιατί δε νιώθω ότι προδίδω κάτι, ένα μεγάλο, ιερό κείμενο κλπ. Υπάρχει, ξέρεις, η θεωρία που λέει ότι ίσα ίσα, μπορείς να «σκοτώσεις» τον συγγραφέα, αν πιστεύεις ότι αυτό που γράφεις τώρα μπορεί να αφορά περισσότερο κόσμο από ένα παλιό κείμενο που το έχουμε κάπως στο μυαλό μας. Για να μην παρεξηγηθώ, δεν λέω ότι εμείς «σκοτώνουμε» τον Ντοστογιέφσκι. Αλλά ξέρεις κάτι; Ας τον αφήσουν ήσυχο αυτοί που λες. Δεν θα πάθει τίποτα ο Ντοστογεέφσκι με την παράστασή μου. Είναι σαν να μου λες ότι θα πάθουν κάτι οι αρχαίοι που τους παίρνουμε τα κείμενα και τους αλλάζουμε τα φώτα. Ε, και; Τι θα πάθουν τα κείμενα; Τίποτα δεν θα πάθουν. Εκεί θα είναι. Για μένα δεν υπάρχει καμία γραμμή πέρα από την οποία δεν πειράζεις τίποτα. Για μένα όλα εξαρτώνται από το τι θέλω να πω με την ομάδα μου. Χρησιμοποιούμε ως όχημα ένα έργο. Και το τονίζουμε ότι πρόκειται για μεταγραφή, δεν λέμε απλώς ότι πάμε να κάνουμε Ντοστογιέφσκι ώστε μετά να έρθει ο κόσμος περιμένοντας να δει κάτι κλασικό. Στο εξωτερικό αυτό έχει τελειώσει, δεν γράφουν πουθενά ότι πειράζουν το αρχικό κείμενο. Σου λένε ότι θα ανεβάσουν Οιδίποδα Τύραννο και το κάνουν όπως θέλουν.

Εκτός των όποιων καλλιτεχνικών στόχων έχεις με αυτή την παράσταση, λειτουργεί για σένα και ως όχημα για να ζήσεις ξανά, έστω πάνω στη σκηνή για λίγες ώρες, σε ένα γνώριμο σου τοπίο, στο οποίο όμως υπάρχει πια μια αντικειμενική δυσκολία επιστροφής δεδομένης της επωνυμίας σου;
Όχι, η επωνυμία δεν έχει αλλάξει κάτι. Ακόμη περπατάω σε αυτό το τοπίο. Απλά τώρα πια δεν μπορώ να είμαι ενεργός εκεί.

Τι σημαίνει ενεργός;
Σημαίνει ότι δεν μπορώ να κάνω τη ζωή που έκανα, τη ζωή του περιθωρίου, τότε που ήμουν ένας από αυτούς. Τώρα δεν είμαι. Αυτή είναι η διαφορά. Όχι ότι δε συχνάζω στην Ομόνοια. Χέστηκα για την αναγνωρισιμότητα, πάω όπου θέλω. Δεν έχω κανένα θέμα, κάνω ό,τι γουστάρω. Αλλά δεν είμαι ένας από αυτούς πια. Απλά με το ένα πόδι ψιλοσκαλίζω πια εκείνη την περιοχή. Κι ας γυρίσουν πέντε-έξι να με κοιτάξουν, δεν με πειράζει.

Δεν αλλάζουν αυτά τα βλέμματα το δικό σου βίωμα;
Όχι, το βίωμα αυτού του χώρου άλλαξε έτσι κι αλλιώς από τότε που έφυγα. Τώρα, πηγαίνοντας εκεί, είμαι σαν παρατηρητής. Τότε δεν ήμουν παρατηρητής, ήμουν κομμάτι της κατάστασης. Αυτό έχει αλλάξει. Το αν λοιπόν θα με αναγνωρίσουν τώρα, δεν αλλάζει κάτι γιατί είμαι παρατηρητής και γιατί λειτουργούσα ως παρατηρητής από πριν αρχίσει να με μαθαίνει ο κόσμος. Από τότε που έφυγα από όλη αυτή την ιστορία, επιστρέφω, παρατηρώ, συναντώ φιλαράκια, βλέπω πώς προχωράνε, τι κάνουν.

Σου λείπει κάτι από τότε;
Όχι, απλά όταν ήμουν εκεί δεν είχα άγχος, ήμουν νεότερος, ανέμελος, δεν καταλάβαινα τίποτα. Τώρα είμαι στην τσίτα, τρέχω όλη μέρα.

Κάποιοι μπορεί να γουστάρουν και να σκεφτούν ότι αυτός ο τύπος απλώς κάνει ό,τι θέλει να κάνει στη ζωή του. Και οι άλλοι λένε όχι φίλε, δε γίνεται να χορεύεις ζεϊμπέκικο και ταυτόχρονα να κάνεις πρόβες Ντοστογιέφσκι.

Στην προηγούμενη συνέντευξη στο Magazine μου είχες πει ότι μικρός ήσουν δακτυλοδειχτούμενος, οι γονείς των φίλων σου δεν σε συμπαθούσαν, τέλος πάντων δεν περνούσες απαρατήρητος. Υπό αυτή την έννοια, δεν πρέπει να σου είναι ξένο και όλο αυτό που ζεις τα τελευταία χρόνια. Υπάρχει μια συνέχεια.
Ναι, μπορείς να πεις ότι υπάρχει, αλλά αυτό που περιγράφεις δεν το επιδίωξα. Ή μάλλον όταν ήμουν μικρός μπορεί να επιδίωκα, από αντίδραση, την πρόκληση. Έσπαγα του χωριού τα στερεότυπα.

Τώρα γιατί πιστεύεις ότι σε συμπαθούν ή σε αντιπαθούν;
Δεν έχω ιδέα. Κοίτα, οι άνθρωποι έχουν την τάση να βάζουν ταμπέλες. Εγώ συνεχίζω να πηγαίνω στη Θύρα 13 και να πίνω μπίρες. Θα πάω στα μπουζούκια, θα πάω στις πορείες, θα πάω στα μπαρ της γειτονιάς μου (σ.σ. Εξάρχεια), θα πάω παντού. Ίσως λοιπόν να μη μπορούν να με χωρέσουν κάπου. Αν ήμουν «κουλτουριάρης», μπορεί να μην τους πείραζε που ανεβάζω Ντοστογιέφσκι. Δεν είμαι, τι να κάνω; Μετά σου λένε είναι μπουζουξής, σπάει πιάτα και τέτοια; Δεν είναι. Είναι χουλιγκάνος; Δεν είναι. Είναι underground καλλιτέχνης; Δεν είναι, ανεβάζει στη Στέγη. Είναι δηλαδή αντιφατικό για τα μέτρα τους -για μένα καθόλου- και δημιουργεί αντιδράσεις όλο αυτό το πράγμα. Κάποιοι μπορεί να γουστάρουν και να σκεφτούν ότι αυτός ο τύπος απλώς κάνει ό,τι θέλει να κάνει στη ζωή του. Και οι άλλοι λένε όχι φίλε, δε γίνεται να χορεύεις ζεϊμπέκικο και ταυτόχρονα να κάνεις πρόβες Ντοστογιέφσκι.

Πόσο συχνά τα σκέφτεσαι όλα αυτά;
Κοιτά, είναι λίγο φασαρία στο μυαλό μου.

Μόνο φασαρία; Δεν εκνευρίζεσαι όταν επί μέρες γίνεσαι πρώτη είδηση επειδή πήγες στα μπουζούκια;
Όχι, γιατί χέστηκα για την αποδοχή. Δεν μου χαλάει κάτι. Ούτε με προσδιορίζει όλη αυτή η φασαρία. Εγώ κινούμαι με τον τρόπο που με κάνει να νιώθω καλά. Θέλω να είμαι ευτυχισμένος. Και το παιδί μου και η Δέσποινα και όλοι οι δικοί μου να είμαστε μια χαρά. Το μόνο που μπορεί να με κάνει τούρμπο είναι αν έτσι όπως καθόμαστε τώρα, σηκώσει ο άλλος τη φωτογραφική μηχανή. Γιατί το κάνεις, ρε φίλε; Δηλαδή οι περισσότερες φωτογραφίες που βγήκαν με τη Δέσποινα, στα Εξάρχεια, στην Αράχωβα, οπουδήποτε, δεν ήταν καν από παπαράτσι. Δηλαδή τι νομίζουν; Ότι χορεύω περιμένοντας ότι θα τραβήξει ο άλλος με το κινητό; Το κάνω γιατί γουστάρω.

Βασίλης Μπισμπίκης:
 ΦΡΑΝΤΖΕΣΚΑ ΓΙΑΪΤΖΟΓΛΟΥ-WATKINSON

Πώς σου φαίνεται ότι μάλλον περισσότεροι απ’ όσους ξέρουν τι σόι καλλιτέχνης είσαι, μπορεί να συζητάνε για ό,τι έκανες ένα τυχαίο βράδυ με τη σύντροφό σου;
Έχει ένα κόστος όλο αυτό, μπορεί και καλλιτεχνικό, αλλά αν τα βάλεις σε μια ζυγαριά, τελικά τι είναι πιο σημαντικό; Η ζωή δεν είναι πιο σημαντική από την τέχνη; Τα βάζω λοιπόν σε αυτή τη ζυγαριά και λέω: εγώ φίλε είμαι καλά. Έχω χρόνο για το καλλιτεχνικό κομμάτι. Δεν χρειάζεται να αποδείξω κάτι. Θα δείξει ο χρόνος αν θα γίνω ένας κακός σελέμπριτι. Πρώτα είναι η ζωή και μετά όλα τ’ άλλα. Αν δεν ζεις όπως θες, τι να την κάνεις την τέχνη;

Στα Εξάρχεια μένω, εδώ τριγυρίζω, με το παιδί μου περνάω κάθε Σαββατοκύριακο, κάνουμε παρέα, και μια στο τόσο πάω και στη Δέσποινα γιατί γουστάρω τα μπουζούκια.

Έχει διαφορά για σένα ότι αυτή η παράσταση ανεβαίνει στην κεντρική σκηνή της Στέγης;
Είχαμε, όπως ξέρεις, το Cartel στον Βοτανικό. Με τη διπλή ανάπλαση χαρακτηρίστηκε κοινόχρηστο πράσινο κι έπρεπε να φύγουμε. Είχε έρθει λοιπόν τότε να δει το «Άνθρωποι και ποντίκια» ο κ.Παπαδημητρίου (σ.σ. Πρόεδρος του Ιδρύματος Ωνάση). Μιλώντας μετά την παράσταση για το πρόβλημα της στέγασής μας, οι άνθρωποι μας παραχώρησαν το χώρο στου Ρέντη. Φέτος όμως αποφάσισαν να ανακατασκευάσουν το κτίριο, οπότε μείναμε ξανά άστεγοι. Εγώ ήθελα να κάνω αυτή την παράσταση και επειδή είμαστε μεγάλη ομάδα, δεν θα μπορούσαμε δηλαδή να βρούμε κατάλληλο χώρο και να τον φτιάξουμε από την αρχή, μας είπαν για φέτος να κάνουμε την παράσταση στη Στέγη. Και τους ευχαριστώ γι’ αυτό. Την έχω δυσκολέψει τεχνικά πολύ αυτή την παράσταση. Είναι σαν πλατό και ταυτόχρονα υπάρχει και μια άλλη αφήγηση, κινηματογραφική, με πράγματα που δεν φαίνονται.

Η σχέση σου με τα υπόλοιπα μέλη της ομάδας πώς έχει αλλάξει εξαιτίας της προσωπικής σου δημοφιλίας;
Καθόλου, γιατί είμαστε φίλοι, είμαστε οικογένεια. Αν είχα αλλάξει εγώ, προφανώς κι αυτοί κάπως αλλιώς θα ήταν. Αλλά καταλαβαίνουν ότι δεν αλλάζει κάτι επειδή εγώ αποκτώ δημοφιλία και συμβαίνει όλο αυτό που συμβαίνει. Είμαστε τόσα χρόνια μαζί. Στο πώς με βλέπει ο κόσμος, ναι, παρατηρώ μια αλλαγή. Εγώ όμως δεν έχω σταματήσει να κάνω τίποτα από όσα έκανα. Ίσως να μη μπορώ να «ξεφτιλιστώ» τόσο εύκολα σε ένα μπαρ, αλλά ξέρεις κάτι; Έχω βρει και μπαρ όπου μπορώ και ξεφτιλίζομαι. Δεν έχω αλλάξει, σου λέω. Στα Εξάρχεια μένω, εδώ τριγυρίζω, με το παιδί μου περνάω κάθε Σαββατοκύριακο, κάνουμε παρέα, και μια στο τόσο πάω και στη Δέσποινα γιατί γουστάρω τα μπουζούκια.

Πάντα τα γούσταρες;
Εννοείται, πάντα πήγαινα.

Το πανκ που άκουγες μικρός που κολλάει με τα μπουζούκια;
Δεν ήμουν ακριβώς πανκ. Πες το λαϊκός πανκ. Μια χαρά κολλάει, ρε φίλε. Θυμάμαι μικρός να φεύγουμε από το Λουτράκι και να πηγαίνουμε στα μπουζουξίδικα που ήταν στον Ισθμό. Γουστάραμε, είχε αλητεία. Μην κοιτάς που οι πάνκηδες που μεγάλωσαν στην Αθήνα το ζούσαν διαφορετικά. Εδώ είχαν το χώρο τους. Είχαν την πλατεία. Εμείς στο Λουτράκι τι να κάναμε; Τα μαγαζιά που ήταν ανοιχτά αργά το βράδυ ήταν κάτι κωλόμπαρα. Εκεί πηγαίναμε και πίναμε. Αυτή ήταν η συνθήκη.

Μιας και πιάσαμε το πανκ, πρόσφατα ρώτησαν τον Ίγκι Ποπ αν πιστεύει ότι ένας καλλιτέχνης πρέπει να ζει και να δημιουργεί έξω από τα όρια της καθωσπρέπει κοινωνίας για να δημιουργήσει τέχνη που τα ξεπερνάει. Εσύ τι πιστεύεις;
Εννοείται.

Για την ιστορία ο Ίγκι Ποπ είπε ότι δεν το βρίσκει απαραίτητο.
Ναι, αλλά ο Ίγκι Ποπ το έχει κάνει. Άσε που όταν φτάνει κάποιος στα 80, ή όσο είναι ο Ίγκι Ποπ, τα πράγματα φιλτράρονται διαφορετικά. Αλλά θα ήταν ο Ίγκι Ποπ αν δεν το είχε κάνει όλο αυτό; Πέρα από την πλάκα, προφανώς δεν είναι απαραίτητο να καταστραφείς για να κάνεις τέχνη. Όταν ζεις μια ακραία ζωή, υπάρχουν συνέπειες. Στην υγεία σου και στις σχέσεις σου με τους άλλους. Είναι όμως και κάποιες ιδιοσυγκρασίες που δεν μπορούν χωρίς αυτό.

Βασίλης Μπισμπίκης:
 ΦΡΑΝΤΖΕΣΚΑ ΓΙΑΪΤΖΟΓΛΟΥ-WATKINSON

Ο δεκαεξάχρονος πάνκης Βασίλης στο Λουτράκι, αν σε έβλεπε σήμερα στα μπουζούκια θα σε συμπαθούσε;
Βέβαια, αφού ο δεκαεξάχρονος πάνκης έκανε με τους σαρανταπεντάχρονους μπουζουξήδες παρέα.

Ο σημερινός σαρανταεξάχρονος Βασίλης τι συμβουλή θα έδινε στον μικρό;
Να είναι ο εαυτός του, να κάνει αυτό που γουστάρει, να μη δίνει λογαριασμό σε κανένα και να ακολουθεί την ανάσα του. Όπου η ανάσα του κυλάει καλά, να μένει εκεί μέσα. Μόλις βλέπει ότι κάτι δεν πάει καλά, να την κάνει.

Αυτές τις συμβουλές δίνεις και στο παιδί σου;
Το παιδί μου είναι μικρό ακόμα. Αλλά γενικά δεν είμαι άνθρωπος που συμβουλεύει. Το μόνο που προσπαθώ να κάνω είναι να έχω σύνδεση μαζί του. Να μπορεί να μου μιλάει, να είναι ειλικρινής, να μη φοβάται να μου εκφράζει ό,τι θέλει και ό,τι σκέφτεται.

Φαντάζομαι ότι ξέρει τι δουλειά κάνεις.
Εννοείται. Δεν μπορεί να δει ακόμη τις παραστάσεις μου, αλλά μεγάλωσε μέσα στο Cartel.

Στην τηλεόραση δεν σε έχει δει;
Ναι, τότε που έκανα τον Βόσκαρη στις «Άγριες Μέλισσες» μου είχε πει ότι είμαι πολύ κακιασμένος.

Σου έχει πει ποτέ ότι άκουσε τους γονείς φίλων του να σε κουτσομπολεύουν;
Μπορεί να έχει ακούσει κάτι τέτοιο, αλλά δεν έχει τύχει ακόμη να μου το πει.

Σε έχει ρωτήσει ποτέ γιατί έγινες ηθοποιός;
Όχι ακόμη.

Γιατί έγινες;
Αυτό που ξέρω είναι ότι υπάρχει κάτι μέσα μας που μας τρώει συνέχεια. Η πραγματικότητα έχει κάτι το ανυπόφορο. Όταν μπαίνω σε ένα άλλο λούκι, είτε ως ηθοποιός είτε ως σκηνοθέτης, είναι σαν να σβήνει κάπως αυτό το πράγμα. Μετασχηματίζεται σε κάτι δημιουργικό.

Το αποκορύφωμα της πορείας σου μέχρι σήμερα είναι το «Άνθρωποι και ποντίκια»;
Μάλλον ναι, απ’ ό,τι έχω κάνει αυτά τα 20 χρόνια, είχε το πιο δυνατό αποτύπωμα.

Και μετά ήρθαν τα «Κόκκινα Φανάρια» που δεν πήγαν τόσο καλά.
Εμπορικά πήγαν άψογα, ήταν sold-out. Αλλά ναι, η παράσταση δεν πήρε μόνο καλές κριτικές, όπως τα «Ποντίκια», που είχαν αποδοχή 100%. Τα «Κόκκινα φανάρια» είχαν αποδοχή ξέρω γω 40%. Δεν μπορώ να ξέρω γιατί. Γενικά δεν μπορείς να ξέρεις αν μια παράσταση θα πετύχει και τι επίδραση θα έχει. Το θέμα της συγκεκριμένης παράστασης ήταν και πολύ δύσκολο. Το «Άνθρωποι και ποντίκια» είναι ένα παραμύθι του Στάινμπεκ. Το άλλο είναι ένα έργο που εμείς το μεταφέραμε σε ένα κλαμπ με τρανς σεξεργάτριες. Μόνο και μόνο με αυτή την αλλαγή, ότι είναι τρανς δηλαδή, ένα μέρος του κοινού που δεν γνωρίζει, μένει μακριά. Υπήρχαν και κριτικές του στιλ «δεν γίνονται όλα αυτά». Σε πληροφορώ πως ό,τι γίνεται μέσα στην παράσταση, είναι «φωτογραφικά» υλικά δικά μου. Μη σου πω ότι είναι και λιγότερο σκληρά από την πραγματικότητα δηλαδή. Όλο αυτό κάποιοι μπορεί να το θεωρήσουν υπερβολικό. Ή ότι η παράσταση δεν έχει πολύ καλή δομή. Αλλά και το έργο από μόνο του δεν έχει καμία φοβερή δομή. Δεν είχαμε δηλαδή το αριστούργημα του Στάινμπεκ. Είχαμε ένα κείμενο του Γαλανού και πάνω σε αυτό πατήσαμε για να φέρουμε τους θεατές να δουν τον κόσμο των τρανς. Αλλά όχι τρανς των Βόρειων Προαστίων. Τρανς που κυκλοφορούν γύρω από την Ομόνοια και ψωνίζονται για δέκα ευρώ. Ανθρώπους που είναι αποκλεισμένοι από την κοινωνία.

Βασίλης Μπισμπίκης:
Φωτογραφία από την παράσταση Έγκλήμα και Τιμωρία.  ΑΝΔΡΕΑΣ ΣΙΜΟΠΟΥΛΟΣ

Περισσότερο άγχος είχες πριν κάνουν πρεμιέρα τα «Κόκκινα φανάρια», η επόμενη δηλαδή παράσταση σου μετά από την εκκωφαντική επιτυχία του Στάινμπεκ, ή τώρα που ανεβάζεις το «Έγκλημα και τιμωρία» μετά από μία παράσταση που είχε αποδοχή περίπου 40%, όπως λες;
Στα «Φανάρια» γιατί ερχόμουν μετά από μία πολύ μεγάλη επιτυχία. Τώρα έχω άλλου είδους αγωνία. Είναι εκ των πραγμάτων πιο δύσκολο να πιάσεις ένα βιβλίο εκατοντάδων σελίδων από μία νουβέλα όπως ήταν του Στάινμπεκ. Αυτό το έργο με έχει δυσκολέψει περισσότερο από όλα τα προηγούμενα. Οπότε η αγωνία μου είναι αν αυτό που φτιάχνουμε, θα λειτουργήσει.

Πες μου, για το τέλος, ποια είναι η πιο αγαπημένη σου αποστροφή του βιβλίου.
Είναι ο μονόλογος του Μαρμελάντωφ στο μπαρ. Εκεί που ο αλκοολικός πατέρας της Σόνιας καταλαβαίνει ότι πεθαίνει και μιλάει για τη ζωή του, για όσα έχει κάνει. Αυτός ο μονόλογος με συγκινεί πάντα. Χωρίς πλάκα.

«Έγκλημα και Τιμωρία: Αθήνα» | Το εμβληματικό μυθιστόρημα του Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι σε σκηνοθεσία Βασίλη Μπισμπίκη. Από 22/3 ως 23/4 στην Κεντρική Σκηνή της Στέγης

news247.gr