Γράφει η Σοφία Μπασκάκη, Δημοσιογράφος
Έζησε τη φρίκη του πολέμου. Την προσφυγιά. Το δράμα ενός λαού που αναγκάστηκε να αμυνθεί για την πατρίδα του για ένα πόλεμο που δεν επεδίωξε. Την αγωνία χιλιάδων ανθρώπων για το άγνωστο της επόμενης μέρας. Τα δεινά ενός ολόκληρου λαού, του Ουκρανικού, που ξεσπιτώθηκε για να σωθεί από την εισβολή των Ρωσικών δυνάμεων, και δεν που ξέρει εάν θα γυρίσει ποτέ στις πατρογονικές εστίες του.
Αυτή την μοναδική εμπειρία ζωής είχε την ευκαιρία να βιώσει ένας δικός μας άνθρωπος. Ένας άνθρωπος, από τον Ωρωπό. Η Ειδική Παθολόγος και Γεροντολόγος κα Αθηνά Γρέκα που στη ζωή της έχει ταχθεί να υπηρετεί τον άνθρωπο, μέσα από την εθελοντική οργάνωση των Γιατρών του Κόσμου. Που η αλληλεγγύη για εκείνη είναι υπέρτατο αγαθό προς τον συνάνθρωπο. Γιατί ο εθελοντισμός είναι προσφορά και η προσφορά πηγάζει μέσα από την ίδια την ψυχή του ανθρώπου, για τον άνθρωπο.
Η κα Γρέκα βρέθηκε στην πρώτη γραμμή του πολέμου. Στα σύνορα Ρουμανίας-Ουκρανίας στην πόλη, Siret, μετέχοντας για δεκαπέντε μέρες με μια επταμελή ομάδα, σε μια από τις πολλές αποστολές των Γιατρών του Κόσμoυ, για να συμπαρασταθεί, σε όλους εκείνους που με μια βαλίτσα στο χέρι η μοίρα τους ανάγκασε να ξεσπιτωθούν και να αναζητήσουν σε ξένη χώρα, πρωτίστως, ένα καταφύγιο σωτηρίας από τους βομβαρδισμούς.
Οι περιγραφές της κας Γρέκα, στην «Άποψη τώρα», από όσα έζησε είναι συγκλονιστικές. Πρωτόγνωρες για εκείνη. Γεμάτες πόνο, απόγνωση και δάκρυα. Ιστορίες ανθρώπων που βρέθηκαν, ξαφνικά, στο πουθενά.
«Πήγαμε», μας λέει, «στην πόλη Siret, σε μια αποστολή ζωής. Να περιθάλψουμε ανθρώπους που είχαν την ανάγκη μας. Ανθρώπους που αναζητούσαν λίγη ασφάλεια και ζεστασιά. Κάναμε ένα πολύ δύσκολο ταξίδι, οδικώς, πολλών ωρών, αλλά αυτό καθόλου δεν μας πτόησε. Ο σκοπός ήταν ιερός. Ούτε οι αντίξοες συνθήκες που επικρατούσαν λόγω του κρύου, ούτε και οι συνθήκες παραμονής μας σε ένα Πανδοχείο στοιβαγμένα όλα τα μέλη της αποστολής σε ένα δωμάτιο. Ο ύπνος άλλωστε ήταν πολυτέλεια εκείνες τις ώρες. Μόνο για να ανακτούμε δυνάμεις και πάλι να ριχνόμαστε στη μάχη».
«Δικός μας σκοπός», θα πει, «ήταν να περιθάλψουμε τους πρόσφυγες μόλις περνούσαν τα Ρουμανικά σύνορα μετά από ένα εξαντλητικό ταξίδι ωρών ή και ημερών. Χιλιάδες γυναικόπαιδα και γέροι με μια βαλίτσα στο χέρι που μέσα χωρούσαν μια ολόκληρη ζωή. Σε μια πορεία προς το άγνωστο. Προς τη σωτηρία. Κάθε οικογένεια και ένα δράμα, μια ιστορία που σε γονάτιζε. Σε στοίχειωνε».
«Κάθε μάνα είχε κι ένα παιδί στην αγκαλιά της» όπως μας διηγείται συγκινημένη, «αναζητώντας να βρεθεί μακριά από την εμπόλεμη ζώνη. Από την καταστροφή. Άλλοι στόχευαν να πάνε σε δικούς τους, σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες, χωρίς να ξέρουν, εάν και πόσο θα τους δεχτούν για φιλοξενία. Άλλοι για να μείνουν εκεί μέχρι να περάσει η μπόρα, και κάποιοι χωρίς πυξίδα χαμένοι στο πουθενά. Χωρίς να ξέρουν ποιο είναι το μέλλον τους. Αν θα γυρίσουν ποτέ πίσω στα σπίτια τους. Στους άνδρες τους που είχαν μείνει για να πολεμήσουν. Κι αν γυρίσουν, εάν θα βρουν το σπίτι τους, τα υπάρχοντά τους, τη ζωή που άφησαν βίαια εκεί στον τόπο που γεννήθηκαν και έμεναν. Ο φόβος και η απελπισία ζωγραφισμένα στα πρόσωπά τους. Κάθε οικογένεια και μια τραγικότητα που προσπαθούσε να κρατηθεί στα πόδια της ελπίζοντας ότι σύντομα αυτό το έγκλημα θα τελειώσει».
Είναι τρομακτική η εικόνα που μας περιγράφει, ενός γέροντα που έφτασε κατάκοπος στα σύνορα της Ουκρανίας με τη Ρουμανία, μόνο και μόνο, για να αφήσει τα εγγόνια του σε ασφαλές μέρος μακριά από τον πόλεμο. Ενός ανθρώπου που αν και μπορούσε να μείνει, γύρισε πίσω στο σπίτι του, για να είναι με το παιδί του και τον αδελφό του. Γιατί, όπως είπε, εκεί είναι το σπίτι του και δεν μπορεί να το εγκαταλείψει. Δεν είχε που να πάει.
Όπως και μιας υπέργηρης γυναίκας η οποία έφτασε στα σύνορα και χρειάστηκε περίθαλψη. Ανοίγοντας την καρδιά της και με δάκρυα στα μάτια είπε «Δεν θα προλάβω να γυρίσω πίσω. Είναι αρκετά μεγάλη. Θα πεθάνω πρόσφυγας».
Δεκάδες τέτοιες ιστορίες πόνου ξετυλίγονταν κάθε στιγμή μπρος στα μάτια της ελληνικής αποστολής. Όπως μιας εγκύου γυναίκας που έφτασε στα σύνορα κι αφού πέρασε τον έλεγχο μετά από ώρες ταλαιπωρίας, την έπιασαν οι ωδίνες και γέννησε δίδυμα εκεί στη χώρα της σωτηρίας.
Σκοπός της ελληνικής ιατρικής αποστολής, ήταν οι πρώτοι που έφτασαν και έστησαν την κινητή μονάδα τους 100 μέτρα από τα σύνορα, ήταν να παρέχουν στους πρόσφυγες τις πρώτες βοήθειες. Να βλέπουν εάν είχαν κάποιο πρόβλημα, καθώς οι περισσότεροι έφταναν υποσιτισμένοι και αφυδατωμένοι και να περιθάλπουν τους γέροντες.
Μάλιστα η κα Γρέκα, τονίζει ότι οι Ρουμανικές Αρχές ήταν απόλυτα έτοιμες για να υποδεχτούν τις χιλιάδες των προσφύγων. Είχαν τέλεια οργάνωση. Κάθε πρόσφυγα μετά την καταγραφή περίμενε ένας χώρος για να ξεκουραστεί, ένα πιάτο ζεστή σούπα και γλειφιτζούρια για τα παιδάκια, ώστε να νοιώσουν ότι ήταν σε μια φιλόξενη χώρα. Να νοιώσουν άνετα και ασφαλείς.
Η Ελληνική αποστολή μετέφερε ανθρωπιστική βοήθεια και φάρμακα τα οποία μέλη της ομάδας τα παρέδωσαν στο πιο κοντινό προς τα σύνορα νοσοκομείο της Ουκρανίας. Να σημειώσουμε ότι μεγάλη ήταν η προσφορά αγάπης προς τον Ουκρανικό λαό από καταστήματα, κατοίκους και Συλλόγους του Ωρωπού που ανταποκρίθηκαν στο κάλεσμα.
Κλείνοντας η κα Γρέκα μας είπε με πολύ συγκίνηση: «Φεύγοντας από το Siret νιώθω να αφήνω πίσω μου, μια συνεχιζόμενη εξέλιξη ροής ανθρώπων που ολοένα και περισσότερο όσο περνούν οι μέρες, γίνονται πρόσφυγες ή άστεγοι. Μα πιο πολύ σκέφτομαι την επόμενη μέρα για όλες εκείνες τις γυναίκες και τους ηλικιωμένους που αφήνουν πίσω τους τα πάντα για να πάνε στο τίποτα…
Είδαμε τόσα πολλά, ζήσαμε ακόμα περισσότερα!
Ευχαριστώ όλη την ομάδα των συναδέλφων και φίλων για την συνεργασία. Την Ευγενία Θάνου, τη Χαρά Τζιουβάρα, τον Νικήτα Κανάκη, τον Γιάννη Γιαννακόπουλο, τον Αλ. Σουβατζή και τον Στ. Χιώτη.
Χαίρομαι για τόσους νέους φίλους που γνώρισα απ ‘όλες τις χώρες που λειτουργήσαμε, με κοινό σκοπό την προσφορά στον άνθρωπο, σε ανάγκη.
H ομάδα μας προσπάθησε να καλύψει, την πρώτη ανάγκη αυτών των ανθρώπων σε πρωτοβάθμια ιατρική φροντίδα υγείας και ψυχολογική υποστήριξη.
Φωτογραφία: Γιάννης Γιαννακόπουλος
Μα πιο πολύ από όλα προσπαθήσαμε να γλυκάνουμε τις ψυχές τους.
Τις ψυχές των ηλικιωμένων των μικρών παιδιών, με τα μόνα «όπλα» που υπάρχουν. Την έμπρακτη φροντίδα και το χαμόγελο που δεν χρειάζεται καμία διερμηνεία.
Είναι δύσκολο να χαμογελάς υπό αυτές τις συνθήκες, είναι όμως τόσο αποτελεσματικό. Το χαμόγελο μίλα όλες τις γλώσσες κι ανοίγει όλες τις ψυχές των ανθρώπων.
Αξίζει να είσαι εθελοντής, να έχεις βοηθήσει όσο περισσότερους μπορείς! Με ανταμοιβή να έχω γεμίσει τις «βαλίτσες» της ψυχής μου από βιώματα και συναισθήματα επιστρέφω στην οικογένεια και στους ασθενείς μου.
Κι αυτό έχει τη μεγαλύτερη αξία!
Ήδη μου λείπουν, όλοι αυτοί οι άνθρωποι που συνάντησα εκεί…»
Η ελληνική αποστολή των Γιατρών του Κόσμου στην Ουκρανία συνεχίζεται και θα επιστρέψει ξανά εκεί που τη χρειάζονται. Όσο υπάρχει πόλεμος θα υπάρχουν και άνθρωποι που μάχονται για να σώσουν τους πρόσφυγες.
Εκφράζουν ολόθερμα ένα μεγάλο ευχαριστώ στους κατοίκους του Δήμου Ωρωπού για την μεγάλη ανταπόκριση και για το υλικό πρώτων βοηθειών που απλόχερα και πρόθυμα τους προσέφεραν.
.