Ο Andrew Carnegie διάβαζε με κερί γιατί δεν είχε λεφτά για σχολείο. Έγινε ο πιο πλούσιος άνθρωπος στον κόσμο και χάρισε την περιουσία του για να χτίσει χιλιάδες βιβλιοθήκες.
Η οικογένειά του ήταν τόσο φτωχή, που όταν μετανάστευσαν από τη Σκοτία στις Ηνωμένες Πολιτείες, ζούσαν στριμωγμένοι σε ένα μικρό υπόγειο διαμέρισμα με χώμα αντί για πάτωμα. Ο πατέρας του έμεινε άνεργος. Ο Andrew Carnegie, μόλις 13 ετών, αναγκάστηκε να δουλεύει 12ωρες βάρδιες σε εργοστάσια. Δεν πήγε ποτέ σχολείο.
Όμως ήθελε να μάθει. Ένα μικρό δημόσιο αναγνωστήριο στην Πενσυλβάνια, που δάνειζε δωρεάν βιβλία στους εργάτες, έγινε το κρυφό του σχολείο. Διάβαζε τη νύχτα με κερί. Διάβαζε για να ξεφύγει, για να καταλάβει, για να γίνει κάποιος. Και έγινε.
Ήταν μόλις 35 ετών όταν δημιούργησε την Carnegie Steel, την εταιρεία που θα έφερνε τον χάλυβα σε κάθε γωνιά της Αμερικής. Το 1901 πούλησε την επιχείρηση του στον J.P. Morgan έναντι 480 εκατομμυρίων δολαρίων. Πήρε πάνω από 300 εκατομμύρια. Σε σημερινή αξία, ήταν ο πιο πλούσιος άνθρωπος στη Γη.
Και τότε έκανε κάτι που κανείς δεν περίμενε. Ξεκίνησε να χαρίζει τα χρήματά του. Όχι λίγα. Όχι για τη φήμη. Όχι μόνο στους δικούς του. Άρχισε να χτίζει βιβλιοθήκες. Μια προς μια. Σε πόλεις. Σε χωριά. Σε πολιτείες ολόκληρες.
Οι Carnegie Libraries έγιναν 2.509. Από την Καλιφόρνια ως τη Νέα Ζηλανδία. Σε κάθε γωνιά όπου το φως μπορούσε να ανάψει μέσα από ένα βιβλίο. Γιατί ο ίδιος ήξερε ότι χωρίς εκείνη τη βιβλιοθήκη με το κερί, δεν θα υπήρχε.
Ο ίδιος έγραψε: «Ο άνθρωπος που πεθαίνει πλούσιος, πεθαίνει ατιμασμένος». Μέχρι το τέλος της ζωής του είχε χαρίσει πάνω από το 90% της περιουσίας του — όχι για να εξιλεωθεί, αλλά γιατί ήξερε από πού ξεκίνησε.
Στο πρόσωπό του, η βιβλιοθήκη που σώζει τον άγνωστο εργάτη έγινε πράξη. Και το κερί που κάποτε έλιωνε πάνω από τις σελίδες, έγινε πυρσός για εκατομμύρια παιδιά σε όλο τον κόσμο.