Δικτατορίες: Τι θυμάται η Ελλάδα – Τι ξεχνάει η Ισπανία;

Η απριλιανή δικτατορία του 1967 δεν υπήρξε μια μεμονωμένη αυταρχική παρένθεση. Αντιθέτως, εντασσόταν σε έναν ευρύτερο γεωπολιτικό χώρο που περιλάμβανε και άλλες χώρες της νότιας Ευρώπης, όπως η Ισπανία και η Πορτογαλία. Κοινά στοιχεία: σωβινισμός, εθνικοφροσύνη, ακραιφνής αντικομμουνισμός, επιλεκτική εξωστρέφεια – κυρίως μέσω του τουρισμού. Σε αντίθεση όμως με τις δικτατορίες της Ιβηρικής, που εδραιώθηκαν στα χρόνια του Μεσοπολέμου και επιβίωσαν για δεκαετίες, η ανάδυση του καθεστώτος των συνταγματαρχών υπήρξε ένα μοναχικό, νέο φαινόμενο στη Γηραιά Ηπειρο των σίξτις.

Η κατάρρευση των καθεστώτων υπήρξε εξίσου άνιση. Στην Ελλάδα και στην Πορτογαλία, η πτώση ήρθε ως αποτέλεσμα κρίσεων εκτός συνόρων: η Κύπρος στην ελληνική περίπτωση και οι αποικιακοί πόλεμοι στην Αφρική για την Πορτογαλία. Στην Ισπανία, το ίδιο το φρανκικό καθεστώς εξωθήθηκε στον αυτομετασχηματισμό του, κάνοντας θεσμικό «χαρακίρι». Η περίφημη γενική αμνηστία του 1977 απελευθέρωσε τους πολιτικούς κρατούμενους, αλλά οι βασανιστές ή τα αφεντικά τους δεν δικάστηκαν ποτέ, όπως συνέβη στην Ελλάδα. Η απουσία μεταβατικής δικαιοσύνης στην Ισπανία δημιούργησε ένα κενό στη συλλογική αυτογνωσία. Η λογική ήταν: ξεχνάμε το παρελθόν για να προχωρήσουμε. Αλλά με τι κόστος; Ούτε μέριμνα για τα θύματα, ούτε μνημεία, ούτε μουσεία. Η απαίτηση για μνήμη και δικαιοσύνη ουσιαστικά προήλθε από τα κάτω μόλις τη δεκαετία του 2000 σε σχέση με το δικαίωμα εκταφής και αναγνώρισης των λειψάνων στους εκατοντάδες ομαδικούς τάφους από την εποχή του εμφυλίου, έτσι ώστε έστω και τώρα να ολοκληρωθεί το πένθος. Το κίνημα για την ιστορική μνήμη που αναδύθηκε κατέστησε σαφές ότι η κοινωνία πολιτών μπορεί να αντιστρέψει θεσμικές παραλείψεις. Ο κύκλος νομοθετικών παρεμβάσεων, υπό τον τίτλο «Νόμοι Δημοκρατικής Μνήμης», που ξεκίνησε το 2009 και που οδήγησε μεταξύ άλλων στην απομάκρυνση των οστών του Φράνκο από το μαυσωλείο της Κοιλάδας των Πεσόντων, ήταν αποτέλεσμα αυτής της grassroots πίεσης.

Στην Ισπανία, λοιπόν, η συλλογική μνήμη της δικτατορίας παραμένει αμφιλεγόμενη και βαθιά πολιτικοποιημένη. Στις παρούσες εκδηλώσεις για τα πενήντα χρόνια ισπανικής δημοκρατίας συστηματικά καλείται, αλλά δεν συμμετέχει ποτέ, το αντιπολιτευόμενο Λαϊκό Κόμμα. Γιατί, ενώ στην Ελλάδα η συντηρητική παράταξη που πλοήγησε τη μετάβαση, πήρε και η ίδια μεγάλες αποστάσεις από τον προηγούμενο εαυτό της, η ισπανική Δεξιά ποτέ δεν αποκήρυξε με αμετάκλητο τρόπο το αμαρτωλό παρελθόν της και συνεχίζει να θεωρεί τη συζήτηση για τα παλιά «αναμόχλευση παθών» με σκοτεινά κίνητρα. Το να τιτλοφορήσει κανείς ένα συνέδριο «50 χρόνια από τον θάνατο του δικτάτορα» στην Ισπανία θεωρείται ακόμη προκλητικό από μερίδα της κοινής γνώμης. Ενα απλό πόστερ για μια εκδήλωση που επικρίνει τους συνεργάτες του φρανκικού καθεστώτος μπορεί να προκαλέσει δημόσια αντιπαράθεση.

Η δημόσια ιστορία του φρανκισμού παραμένει, λοιπόν, πεδίο έντονης διαμάχης. Στο πανεπιστημιακό μου έργο διαπιστώνω καθημερινά πως τα ερωτήματα για το παρελθόν είναι σήμερα πιο «καυτά» από ποτέ. Οι νεότερες γενιές στην Ισπανία συχνά αγνοούν τι πραγματικά συνέβη κατά τη διάρκεια της φρανκικής περιόδου. Φοιτητές μου τονίζουν ξανά και ξανά ότι «δεν διδαχτήκαμε ποτέ γιατί ήταν προβληματικό το καθεστώς του Φράνκο». Το αποτέλεσμα; Μια νεολαία που φλερτάρει με μια ανανεωμένη, ωραιοποιημένη εκδοχή του φρανκισμού, με έμφαση στα κάπως μυστικιστικά της σύμβολα. Το δε σλόγκαν «με τον Φράνκο ζούσαμε καλύτερα» τείνει να κυριαρχήσει στα σόσιαλ μίντια. Το ακροδεξιό κόμμα Vox αντλεί μέρος της επιρροής του από αυτή τη μνημονική αποτυχία.

H ισπανική Δεξιά ποτέ δεν αποκήρυξε με αμετάκλητο τρόπο το αμαρτωλό παρελθόν της και συνεχίζει να θεωρεί τη συζήτηση για τα παλιά «αναμόχλευση παθών» με σκοτεινά κίνητρα.

Αντιθέτως, στην Ελλάδα, η 21η Απριλίου καταγγέλθηκε εξαρχής ως τραυματική τομή. Η αντιδικτατορική αντίσταση έγινε κυρίαρχος λόγος και μνήμη, και θεσμοποιήθηκε μέσα από σύμβολα και ηρωικές αφηγήσεις. Το ΕΑΤ-ΕΣΑ έγινε μνημείο, η Μελίνα Μερκούρη υπουργός, ο νεκρός Αλέκος Παναγούλης δρόμος, η 17η Νοεμβρίου σχολική γιορτή. Αυτό βέβαια δεν σημαίνει πως η μνήμη δεν είναι επιλεκτική. Θυμόμαστε το Πολυτεχνείο ως το απόλυτο σύμβολο του αντιδικτατορικού αγώνα, αλλά δεν αναρωτιόμαστε αρκετά για την απουσία συστηματικής αντίστασης. Ποιο νέο παιδί σήμερα γνωρίζει κάτι για την περίφημη «Ελληνική Υπόθεση» στο Στρασβούργο, όταν η Ελλάδα οδηγήθηκε στην έξοδο για χρήση βασανιστηρίων – και γιατί λείπουν από τη διδασκαλία της σύγχρονης ιστορίας αυτοί οι κρίκοι της διεθνούς αλληλεγγύης; Γιατί αγνοούμε συστηματικά την ίδια τη φύση του καθεστώτος, τον λαϊκισμό του, ή το γεγονός πως βόλεψε πολύ κόσμο – για να μη μιλήσουμε βέβαια για τα κενά μνήμης σε σχέση με την Κύπρο. Εστω και με αυτές τις ελλείψεις, το γεγονός ότι αυτό το παρελθόν συζητήθηκε και εν μέρει μεταβολίστηκε από τις προηγούμενες γενιές, τουλάχιστον δεν δημιουργεί μια αφηρημένη σχέση μαζί του. Παρά την άνοδο της Ακροδεξιάς και στον τόπο μας, αυτή δεν μοιάζει να εντάσσεται σε μια γενικευμένη διάχυτη νοσταλγία για τους συνταγματάρχες – τουλάχιστον προσώρας.

Σήμερα, πενήντα χρόνια μετά, η μνήμη και η αμνησία παραμένουν ενεργές. Ενώ στην Ελλάδα η κυρίαρχη αφήγηση μοιάζει να έχει σταθεροποιηθεί, παρά τις εκάστοτε βολές ενάντια στη «γενιά του Πολυτεχνείου», η Ισπανία δοκιμάζει τώρα μια καθυστερημένη αναμέτρηση με το δικτατορικό παρελθόν της. Το ερώτημα είναι αν οι ίδιες οι νέες, αποξενωμένες γενιές θα απαιτήσουν και νέες αφηγήσεις και δικαιότερους τρόπους μνημόνευσης. Η μνήμη χρειάζεται επεξεργασία, όχι απώθηση, και πολιτικές επιλογές που θα κοιτούν κατάματα το παρελθόν. Οχι μόνο για λόγους δικαιοσύνης, αλλά και για λόγους δημοκρατικής παιδείας. Και εδώ ίσως η Ισπανία μπορεί να διδαχθεί κάτι από την ελληνική περίπτωση.

*Ο κ. Κωστής Κορνέτης είναι επίκουρος καθηγητής Σύγχρονης Ιστορίας στο Αυτόνομο Πανεπιστήμιο της Μαδρίτης και σύμβουλος της ισπανικής κυβέρνησης σε θέματα ιστορικής μνήμης.

kathimerini.gr