Επιτάφιος για τον ποιητή του αγώνα Γιάννη Ρίτσο

11.11.2015

Της Σοφίας Μπασκάκη

Σαν σήμερα 11 Νοεμβρίου του 1990 έφυγε από τη ζωή ένας από τους σπουδαιότερους Έλληνες ποιητές, ο Γιάννης Ρίτσος, μια εξέχουσα προσωπικότητα με διεθνή φήμη και ακτινοβολία. Γεννημένος επαναστάτης και αγωνιστής, στην Μονεμβασιά την Πρωτομαγιά του 1909, ο Γιάννης Ρίτσος υπηρέτησε με την ψυχή του το ΚΚΕ μέχρι την τελευταία του πνοή, τάσσοντας την έμπνευση του στην Αριστερά.

Προσβεβλημένος από φυματίωση κατάφερε να ξεπεράσει την ασθένεια του μέσα από υλικές φθορές και ηθικές διαδικασίες, χωρίς ποτέ να χάσει την μαχητικότητα του αγωνιζόμενος για τη Ρωμιοσύνη και ένα πιο δίκαιο κόσμο. Στο σανατόριο του «Σωτηρία», όπου νοσηλευόταν, ήρθε σε επαφή με τον Μαρξισμό και την Αριστερά, που επηρέασαν βαθύτατα την ποίηση αλλά και τον τρόπο ζωής του. Ο Γιάννης Ρίτσος συνδέθηκε όσο λίγοι με τους εργατικούς αγώνες, την εθνική αντίσταση και τον αγώνα κατά της δικτατορίας

Όταν εγκαταστάθηκε μόνιμα στην Αθήνα εργάστηκε ως αυτοδίδακτος σκηνοθέτης στην Εργατική Λέσχη, ενώ εκδίδοντας την «Παλιά μαζούρκα σε ρυθμό βροχής» προσλήφθηκε ως χορευτής στη Λυρική Σκηνή. Η επαναστατική του φύση και οι ιδεολογικές του ανησυχίες τον οδήγησαν στην προσχώρηση του κινήματος των «Πρωτοπόρων» και κατόπιν, το 1942, στο ΕΑΜ, ενώ έγινε μέλος και του Κ.Κ.Ε., στο οποίο παρέμεινε πιστός έως τον θάνατό του.

Η ώρα να «πληρώσει» το τίμημα των επιλογών του δεν άργησε να ‘ρθει. Στη Λήμνο, στη Μακρόνησο και στον Αγ. Ευστράτιο άφησε εξόριστος τα χνάρια του, ενώ γυρίζοντας στην Αθήνα εισχώρησε στην ΕΔΑ, ακόμα πιο δυνατός στις πεποιθήσεις του, περισσότερο αγωνιστής από ποτέ.

Το 1956 ταξίδεψε στην Κούβα και στην ΕΣΣΔ, ως μέλος αντιπροσωπείας διανοουμένων και δημοσιογράφων και την ίδια χρονιά τιμήθηκε με το κρατικό βραβείο ποίησης για τη «Σονάτα του Σεληνόφωτος».  Έπειτα ήρθαν τα μαύρα χρόνια της Χούντας των Συνταγματαρχών για να βρεθεί και πάλι εξόριστος στη Γυάρο και στη Λέρο. Περνώντας στην περίοδο της  μεταπολίτευσης, ο Ρίτσος, έγινε ευρέως γνωστός με την ποίηση του, τόσο στον ελλαδικό χώρο, όσο και στο εξωτερικό, ενώ ακολούθησαν πολλές διακρίσεις και βραβεύσεις.

Πολλά από τα έργα του έχουν μεταφραστεί σε αρκετές γλώσσες. Δημοσίευσε πάνω από εκατό ποιητικές συλλογές και συνθέσεις, εννέα μυθιστορήματα, τέσσερα θεατρικά έργα και μελέτες. Είναι πολλές οι μεταφράσεις, τα χρονογραφήματα, καθώς επίσης και άλλα δημοσιεύματα, που συμπληρώνουν το ξεχωριστό και αξιομνημόνευτο έργο του. Ο ίδιος έχει κάνει πολλές μεταφράσεις ξένων ποιητών όπως του Ναζίμ Χικμέτ, του Αλεξάνδρου Μπλοκ, του Βλαδίμηρου Μαγιακόβσκη,και πολλών άλλων.

Ο «Επιτάφιος» και η «Ρωμιοσύνη» είναι δύο από τα μεγαλύτερα ποιήματα του ποιητή που άφησαν εποχή, βγαλμένα μέσα από τον πόνο και την αδικία.

Την επομένη των αιματηρών γεγονότων, της 9ης Μαΐου 1936, στην μεγάλη πανεργατική απεργία της Θεσσαλονίκης, ο μεγάλος ποιητής είδε στο «Ριζοσπάστη» τη φωτογραφία μιας μάνας να θρηνεί το νεκρό παιδί της. Μέσα από το θάνατο γεννήθηκε ο Επιτάφιος, που εκδόθηκε σε 10.000 αντίτυπα για να καούν τα τελευταία 250 στους στύλους του Ολυμπίου Διός από τη δικτατορία του Μεταξά.

Το 1945 με νωπά ακόμα τα νεκρά κορμιά του Πολέμου, γράφει την  Ρωμιοσύνη, που περιλαμβάνει την κληρονομιά των λαϊκών ανθρώπων και των αγώνων τους. Με ιδεολογικό, αγωνιστικό και αντιστασιακό χαρακτήρα από το επίπεδο των φυσικών εικόνων μεταβαίνει στο επίπεδο των συναισθημάτων και γίνεται κάλεσμα σε έναν κοινό αγώνα.

 Με την μελοποίηση των ποιημάτων του Ρίτσου από τον Μίκη Θεοδωράκη, η Ρωμιοσύνη και ο Επιτάφιος, ολοκληρώνουν την ύψιστη ωδή προς την Τέχνη. Μια Τέχνη που ο Γιάννης Ρίτσος έφτασε στο απόγειο της μέσα από το μεγαλείο της ρομαντικής και ευαίσθητης παλικαριάς της ψυχής του.