Η ιστορική ομιλία του κ. Κωνσταντίνου Στεφανόπουλου, της 19ης Νοεμβρίου 1999 κατά την προσφώνηση του στο Προεδρικό Μέγαρο με την ευκαιρία της επίσημης επίσκεψης στη χώρα μας του τότε Πρόεδρο των ΗΠΑ Μπίλ Κλίντον:
«Εξοχώτατε κύριε Πρόεδρε,
Καλώς ήλθατε στην Ελλάδα. Σας υποδεχόμεθα καθώς και την Κυρία Κλίντον με αισθήματα ειλικρινούς φιλίας και μεγάλης εκτιμήσεως προς το πρόσωπόν σας, αλλά και έναντι της μεγάλης σας χώρας, με την οποίαν η Ελλάς συνδέεται με παλαιούς όσον και συγχρόνως ισχυρούς δεσμούς.
Σας υποδεχόμεθα ως τον διακεκριμένον Πρόεδρον των Ηνωμένων Πολιτειών, ο οποίος με την πολιτική του ενίσχυσε ακόμη περισσότερον την ευημερίαν της χώρας του και ως τον Πρόεδρον της ηγέτιδος χώρας του Δυτικού κόσμου, η οποία φιλοδοξεί να εκφράζει και να στηρίζει τις μεγάλες αρχές της Ελευθερίας, της Δημοκρατίας και του σεβασμού των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
Οι αρχές αυτές εγεννήθηκαν, όπως γνωρίζετε, κατά τους αρχαίους κλασικούς χρόνους στην Ελλάδα και εμορφοποιήθησαν εις συγκεκριμένον πολίτευμα εδώ στην Αθήνα. Εδώ προσδιορίστηκαν και κατεγράφησαν με σαφή τρόπον οι νόμοι ως οι ρυθμισταί των σχέσεων μεταξύ των πολιτών και υψώθηκε η Δικαιοσύνη ως υπερτάτη αρχή και αξία.
Το Σύνταγμα της χώρας σας είναι το πρώτο Σύνταγμα της σύγχρονης εποχής μας που εξέφρασε εν μέσω περιπλόκων τότε προβλημάτων, ισχυρών εντάσεων και μεγάλων δυσχερειών την αφοσίωση ενός Λαού, του Αμερικανικού, στην Ελευθερία, την Δημοκρατία και την Δικαιοσύνη.
Δεν επέρασαν από τότε πολλά χρόνια και η χώρα μας ανέκτησε επίσης την Ελευθερίαν της έπειτα από σκληρούς και αιματηρούς αγώνες που διήρκεσαν οκτώ χρόνια. Ενθυμούμεθα πάντοτε με ευγνωμοσύνη ότι η Αμερικανική Συμπολιτεία εξέφρασε εκ των πρώτων χωρίς δισταγμό την συμπάθειά της και προσέφερε την ηθική στήριξή της στην αγωνιζόμενη Ελλάδα.
Αυτή η πρώτη συνάντησή μας υπό την σκέπη της Ελευθερίας ακολουθήθηκε, κύριε Πρόεδρε, αργότερα και από άλλες συμπορεύσεις. Αναφέρομαι στους δύο Παγκοσμίους Πολέμους κατά τους οποίους απειλήθηκαν οι ελευθερίες των Λαών από στρατοκρατικά και ανελεύθερα πολιτεύματα. Οι Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής προσέφεραν το βάρος της ισχύος των, αλλά και την γενναιότητα των τέκνων των, για την υπεράσπιση της Ελευθερίας και η συμμετοχή τους στους πολέμους αυτούς υπήρξε αποφασιστική. Η Ελλάς προσέτρεξε και εκείνη με όλες τις δυνάμεις της προς ενίσχυση του στρατοπέδου της Ελευθερίας και στις δύο συγκρούσεις.
Κατά τον Πρώτον Παγκόσμιον Πόλεμον προσέφερε στο συμμαχικό στρατόπεδο το 1918 την πρώτην σημαντική νίκην του στο μέτωπο της Μακεδονίας και κατά τον Δεύτερον την πρώτην και πάλιν νίκην εναντίον των φασιστικών δυνάμεων στον πόλεμο της Αλβανίας μαζί με το παράδειγμά της πώς αγωνίζονται οι ελεύθεροι Λαοί κατά πολύ υπερτέρων εχθρών, διότι δεν εδίστασε και κατά των πανισχύρων ναζιστικών στρατευμάτων να αμυνθεί με απαράμιλλον γενναιότητα.
«Η Ελλάς έχει ακόμη την πικρία ότι δεν ανεγνωρίσθη επαρκώς η συνεισφορά της στην κοινή πολεμική προσπάθεια«
Κατά τον πόλεμον αυτόν, στον οποίον οι στρατευμένοι νέοι της προσήλθαν να καταταγούν τραγουδώντας και κατά την επακολουθήσασα κατοχή της χώρας από τα στρατεύματα του Αξονος, απώλεσε από πολεμικές ενέργειες και την επακολουθήσασα αντίσταση από βομβαρδισμούς, εκτελέσεις και από την πείνα περισσότερες από 500.000 ψυχές, δηλαδή είχε αναλογικώς προς τον πληθυσμόν της τις μεγαλύτερες μαζί με τη Ρωσία, την Πολωνία και την Γιουγκοσλαβίαν απώλειες μεταξύ των συμμάχων κρατών. Η Ελλάς έχει ακόμη την πικρία ότι δεν ανεγνωρίσθη επαρκώς η συνεισφορά της στην κοινή πολεμική προσπάθεια.
Μετά τον πόλεμον η Αμερική μάς προσέφερε, όπως και σε άλλες χώρες, πολύτιμη υλική και ηθική βοήθεια προκειμένου να ανασυγκροτήσομε την κατεστραμμένη από τον πόλεμο χώρα μας.
Σήμερα ενισχύομε τους δεσμούς μας ευρισκόμενοι στον ίδιο ιδεολογικό και δημοκρατικό χώρο, συμμετέχοντες στην ίδια στρατιωτική συμμαχία και πιστεύοντας πάντοτε στις ίδιες μεγάλες ηθικές αξίες και πολιτικές αρχές. Οι δεσμοί αυτοί ενισχύονται ακόμη περισσότερο από τα τρία περίπου εκατομμύρια των ομογενών μας που ζουν στις Ηνωμένες Πολιτείες μοιράζοντας τα πατριωτικά τους αισθήματα μεταξύ της νέας μεγάλης πατρίδας τους και της παλαιάς, όπου ευρίσκονται οι τάφοι των προγόνων τους και πολλοί εν ζωή συγγενείς τους. Για μας οι ομογενείς μας Αμερικανοί αποτελούν αιτίαν μεγάλης εθνικής υπερηφανείας και ικανοποιήσεως, λόγω της συμπεριφοράς των ως πολιτών και της προκοπής των ως ανθρώπων. Η φιλία που μ’ αυτούς τους τρόπους αναπτύχθηκε και στηρίζεται σε κοινά ιδανικά των δύο χωρών μας είναι προορισμένη να διαρκέσει.
Η σύγχρονη Ελλάς, κύριε Πρόεδρε, όπως καλώς γνωρίζετε, είναι κράτος ειρηνικό, σεβόμενο απολύτως τις διεθνείς υποχρεώσεις του με άριστα λειτουργούν δημοκρατικό πολίτευμα, με ισχυρά και αναπτυσσόμενη οικονομία, μέλος της Ευρωπαϊκής Ενώσεως και πολλών άλλων διεθνών οργανισμών, σημαντικός παράγων σταθερότητος εις την περιοχήν των Βαλκανίων. Δεν αγαπούμε τον πόλεμον, ούτε τον προβάλλομε ως μέσον επιλύσεως διαφορών, αποδεχόμεθα και στηρίζομε τις αποφάσεις του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών, σεβόμεθα και επικαλούμεθα το διεθνές δίκαιον και τις διεθνείς συνθήκες και διατηρούμε φιλικές σχέσεις με όλους τους γείτονές μας, μη έχοντας άλλα προβλήματα πέραν αυτών που προκαλούνται εις βάρος μας από την επιθετική πολιτική της Τουρκίας.
Επωφελούμενος από το μεγάλο προσωπικό ενδιαφέρον σας για την επίλυση του επί 25ετίαν χρονίζοντος Κυπριακού προβλήματος, επιτρέψτε μου να υπενθυμίσω προς όλους τους παρευρισκομένους ότι το πρόβλημα αυτό προκλήθηκε από την στρατιωτική εισβολή της Τουρκίας στη νήσο, προς αποκατάστασιν, όπως τότε είπε, του διαταραχθέντος από την απόπειρα κατά του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου νομίμου πολιτεύματος, ότι έκτοτε και παρά την αποκατάσταση της νομιμότητος συνεχίζει την κατοχή του 38% του εδάφους της Κυπριακής Δημοκρατίας και αρνείται να συμμορφωθεί προς τις αποφάσεις και τα ψηφίσματα των Ηνωμένων Εθνών.
Επίσης να προσθέσω ότι ο τουρκικός πληθυσμός της νήσου ανήρχετο κατά την εισβολή στο 18% του συνολικού και ο ελληνικός εις το 80%, ότι μετά την εισβολήν το ήμισυ του τουρκικού πληθυσμού εγκατέλειψε την νήσον και αντικατεστάθη από εποίκους μεταφερθέντες από την Ανατολίαν, ότι 180.000 Ελληνοκυπρίων παραμένουν πρόσφυγες, εμποδιζόμενοι να κατοικήσουν στους τόπους της γεννήσεώς τους και να απολαύσουν τις περιουσίες τους, ότι ο κ. Ντενκτάς αρνείται να συζητήσει τις προτάσεις που κατά καιρούς έχουν υποβληθεί και ότι της μιας πλευράς αρνουμένης να υποχωρήσει μερικοί λέγουν ότι ίσως υπάρχει φόβος να κληθεί η άλλη να καλύψει διά των ιδικών της βημάτων την ζητουμένη προσέγγιση.
Κύριε Πρόεδρε,
Εάν το Κυπριακό πρόβλημα πρόκειται να επιλυθεί, πρέπει να επιλυθεί συμφώνως με τις αρχές της Δικαιοσύνης και της Δημοκρατίας. Δεν είναι δυνατόν να επιλυθεί με την αποδοχήν της στρατιωτικής βίας και των τετελεσμένων. Δεν είναι νοητόν το μελετώμενον δικοινοτικόν πολίτευμα να παραγνωρίσει την συντριπτικήν πλειοψηφίαν των Ελληνοκυπρίων, όπως δεν είναι νοητόν να παραγνωρισθούν τα ατομικά δικαιώματα όλων των Κυπρίων αφού τα δικαιώματα αυτά οπουδήποτε του κόσμου παραβιαζόμενα κινούν όχι μόνον την συμπάθειαν αλλά και την επέμβαση των Δημοκρατικών κρατών. Τέλος, η ένταξη της Κυπριακής Δημοκρατίας στην ΕΕ δεν επιτρέπεται να εξαρτηθεί από την προηγούμενη λύση του Κυπριακού προβλήματος. Το ζήτημα αυτό πιστεύω ότι είναι πρωταρχικής σημασίας.
Αλλά υπάρχουν και οι λεγόμενες διαφορές στο Αιγαίο. Ο προσδιορισμός των ορίων της υφαλοκρηπίδος, του μόνου δηλαδή υπαρκτού προβλήματος, θα είχε επιτευχθεί εάν η Τουρκία εδέχετο ότι τα νησιά έχουν υφαλοκρηπίδα όπως προβλέπουν οι διατάξεις του δικαίου της θαλάσσης, το οποίον έχει αποδεχθεί και η μεγάλη σας χώρα, οι διεκδικήσεις επί διαφόρων νήσων και νησίδων του Αιγαίου δεν θα έπρεπε ούτε ως σκέψεις να διατυπωθούν, αν η Τουρκία ενθυμείτο τις υποχρεώσεις της τις προκύπτουσες από τη Συνθήκη της Λωζάννης συμφώνως προς τα άρθρα 12 και 16 της οποίας παρητήθη παντός δικαιώματος και οποιουδήποτε τίτλου επί νήσων κειμένων πέραν των τριών μιλλίων από τις ακτές της, με εξαίρεση την Ιμβρο, Τένεδο και τη νήσο των Λαγωών, η απειλή πολέμου δεν επιτρέπεται να διατυπώνεται σε καμιά περίπτωση από τις αρχές των Ηνωμένων Εθνών, πολύ περισσότερο όταν διατυπώνεται εν σχέσει με την άσκηση δικαιώματος αναγνωριζομένου από το Δίκαιο της Θαλάσσης, όπως είναι η επέκταση των χωρικών υδάτων.
Ηδη οι σεισμοί που έπληξαν και τις δύο χώρες προκάλεσαν ισχυρό λαϊκό αίσθημα αμοιβαίας συμπαθείας και αλληλεγγύης, το οποίον όλοι διακαώς ελπίζομε να ενισχυθεί με λόγους και ενέργειες προς την κατεύθυνση της φιλίας και της συνεργασίας μεταξύ των δύο χωρών. Κανείς περισσότερο της Ελλάδος δεν επιθυμεί αυτή τη φιλία και συνεργασία η οποία θα αποβεί ευεργετική για την περαιτέρω οικονομική ανάπτυξη των δύο χωρών με την αποφυγή των πολυδαπάνων εξοπλισμών. Η Ελλάς έχει προτείνει προς κάθε κατεύθυνση και βεβαίως προς την Τουρκία την διαδικασία του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης, η οποία έχει τις εγγυήσεις αλλά και την δεσμευτικότητα των αποφάσεων του Δικαστηρίου αυτού και επικουρείται η πρόταση αυτή από την διεθνή κοινότητα.
Η διεθνής κοινότης γνωρίζει πολύ καλά τας διατάξεις του διεθνούς δικαίου και των διεθνών συνθηκών. Γνωρίζει το Δίκαιον της Θαλάσσης, γνωρίζει τις ρυθμίσεις της Συνθήκης της Λωζάννης, όπως γνωρίζει και τα άρθρα των πρωτοκόλλων που υπεγράφησαν μεταξύ Τουρκίας και Ιταλίας για τα Δωδεκάνησα. Η διεθνής κοινότης γνωρίζουσα όλα αυτά και μη λαμβάνουσα θέση, φοβούμαι ότι άθελά της ενισχύει τις αβάσιμες διεκδικήσεις και τις επιθετικές διαθέσεις. Η Ελλάς δεν ζητεί από κανένα να μεσολαβήσει υπέρ αυτής, επικαλείται απλώς το δίκαιον και τη νομιμότητα, διότι πιστεύει ότι βασικό στοιχείο του πολιτισμού μας δεν είναι τόσον η στήριξη των πάσης φύσεως συμφερόντων μας, όσον η στήριξη της νομιμότητος. Ορθότερο θα ήτο αν έλεγα ότι πρωταρχικό συμφέρον όλων είναι η υπεράσπιση της νομιμότητος.
Κύριε Πρόεδρε,
Η Ελλάς έχει στραμμένη την προσοχή της προς την Ευρώπη αλλά και τις Βαλκανικές χώρες. Με την στρατιωτική παρουσία της κατόπιν αποφάσεων Διεθνών Οργανισμών εις την Βοσνίαν Ερζεγοβίνην και εις το Κόσοβο, και με την συγκατάθεση της Αλβανίας εις το έδαφός της, συμβάλλει στην επικράτηση της σταθερότητος εις την περιοχή. Προσφέρει την βοήθειά της προς όλες τις χώρες της Βαλκανικής, ενισχύει και ενθαρρύνει την επιχειρηματική δραστηριότητα των Ελλήνων σ’ αυτές, υποστηρίζει την ένταξή τους στο ΝΑΤΟ και την Ευρωπαϊκή Ενωση, ευθύς ως οι περιστάσεις υπό τις οποίες διατελούν το επιτρέψουν και εύχεται την ταχείαν αντιμετώπιση των δυσκολιών τους.
Κύριε Πρόεδρε, η επίσκεψή σας μας προκαλεί πολύ μεγάλην χαράν, την θεωρούμε ως έκφραση των θερμών φιλικών αισθημάτων σας έναντι της χώρας μας και μας δίνει την ευκαιρία να σας βεβαιώσομε για την θερμότητα και την ειλικρίνεια των δικών μας αισθημάτων διά την μεγάλην δική σας χώραν και υμάς προσωπικώς. Με τα αισθήματα αυτά υψώνω το ποτήρι μου και προπίνω υπέρ της ευημερίας του Αμερικανού Λαού και της προσωπικής ευτυχίας υμών και της Κυρίας Κλίντον».