Το 1944, η Κατίνα Παξινού έγινε η πρώτη μη Αμερικανίδα που κέρδισε Όσκαρ. Μια Ελληνίδα που τίμησε το θέατρο και τη χώρα της με την ψυχή της.
Τον Φεβρουάριο του 1944, στην καρδιά του πολέμου, όταν ο κόσμος έμοιαζε βυθισμένος στο σκοτάδι, μια ελληνική φωνή ακούστηκε μέχρι το Χόλιγουντ. Δεν ήταν κάποια κοσμική περσόνα των στούντιο, ούτε γεννημένη στα κινηματογραφικά σαλόνια. Ήταν η Κατίνα Παξινού, μεγαλωμένη στον Πειραιά, με σπουδές μουσικής και θεάτρου στην Ευρώπη, που χωρίς να έχει αμερικανική υπηκοότητα, κατάφερε να γράψει ιστορία με μια μόνο ερμηνεία.
Η Παξινού υποδύθηκε την Πιλάρ, μια σκληρή Ισπανίδα αντάρτισσα, στο εμβληματικό «Για ποιον χτυπά η καμπάνα» δίπλα στον Γκρέγκορι Πεκ και την Ίνγκριντ Μπέργκμαν. Με μια μόνο ταινία, έγινε η πρώτη μη Αμερικανίδα που κέρδισε Όσκαρ, η πρώτη από την Ελλάδα, και η πρώτη που δεν μιλούσε καλά αγγλικά όταν ξεκίνησε να γυρίζει την ταινία. Μέχρι τότε, η Ακαδημία ήταν ένα καθαρά εσωτερικό παιχνίδι για τα αμερικανικά στούντιο.
Η βράβευσή της στις 2 Μαρτίου του 1944 ήταν κάτι παραπάνω από προσωπική νίκη. Ήταν σύμβολο για τον ευρωπαϊκό πολιτισμό που δεν είχε σβήσει, για την Ελλάδα που ακόμα μαχόταν, για το θέατρο που έβρισκε τρόπο να επιβιώσει μέσα σε κάθε εποχή. Η Παξινού δεν κέρδισε απλώς ένα αγαλματίδιο. Άνοιξε μια πόρτα για όλους τους ξένους καλλιτέχνες που ήρθαν μετά.
Όταν γύρισε στην Ελλάδα, δεν έγινε ποτέ σταρ. Παρέμεινε θεατρίνα. Έπαιξε Μήδεια, Εκάβη, Μπερνάρντα Άλμπα. Ήταν αυτή που μαζί με τον Αλέξη Μινωτή εγκαινίασε το Φεστιβάλ Επιδαύρου. Αυτή που σήκωσε το κάρο στη «Μάνα Κουράγιο» υποφέροντας ήδη από καρκίνο. Έπαιζε μέχρι την τελευταία της ανάσα.
Και όμως, η ίδια ποτέ δεν καυχήθηκε. Δεν το έκανε σημαία. Το Όσκαρ δεν έγινε αντικείμενο φιγούρας, ούτε διαφήμιση. Έμεινε σε ένα σπίτι της Αθήνας, κάπου ανάμεσα σε σενάρια, σημειώσεις και βιβλία. Η Παξινού δεν χρειάστηκε ποτέ τίτλους. Της αρκούσε η σιωπή της Εκάβης.