Από τη Θεοδώρα Δέδε
Μη χαλάς τα μάτια σου να μου πλέκεις λέξεις αραχνοΰφαντες,
λέξεις πανάκριβες, μα, όχι πολύτιμες,
μόνο για τ’ αφτιά χρυσοπλεγμένες…
Το άκουσμά τους μόνο δάκρυα θρήνου μου φέρνει ωκεανούς…
Ν’ αναρωτιέμαι με κάνει,
πώς βρέθηκαν όλα του κόσμου τα κρεμμύδια, τα αψιά,
μέσα στα μάτια μου,
αφού δεν δύναται το χρυσάφι τους να λάμψει
στα ανήλιαγα ταβάνια της ψυχής;;;…
Οι λέξεις δεν πρέπει να να ξαπλώνουν και να κοιμούνται στ’ αφτιά…
Οι λέξεις πρέπει να πιάνουν ψυχής ταβάνι,
σαν πολύχρωμα μπαλόνια,
τόσο ανάλαφρα και τόσο περιπετειώδη,
να κρατιούνται από αισιόδοξους
και ανατατικούς και υψιπέτες καρπούς…
Η ψυχή και το σκοτάδι…
Πάντα, πλεγμένα τούτα τα δύο…
Και πόσο φοβούνται το ένα το άλλο…
Αλλά και τα δύο λατρεύουν τα μπαλόνια τα πολύχρωμα…
Όπως η ψυχή, έτσι κι η σελήνη,
κρέμεται από τα χείλη…
Γι’ αυτό έχει σοβαρούς λόγους το φεγγάρι
να μη θέλει μαξιλάρι…
Να σεργιανάει θέλει τα λόγια
στης γης το σκούρο μονοπάτι…
Πηχτό μπλε παραβάν ο ουρανός,
κρύβει ό,τι η χρυσή αχτίδα να δει φοβάται…
Τότε, είναι που ανθίζει ο καημός,
που για ό,τι δεν μπορεί,
για όλα του λυπάται…
Τέτοιες ώρες, καταρράκτες
λυτρωτικοί ξεπηδάνε,
λες κι όλου του πλανήτη το νερό
στα έγκατα μαζεύτηκε του αμφιβληστροειδή…
Κι αυτό είναι το πότισμα για το άνθος του καημού,
που φύτεψες στα παρτέρια του δικού σου του μυαλού…
Κι όταν ο αγέρας γίνεται διάφανο γαλάζιο μεταξωτό προπέτασμα,
μαθαίνει, τότε, άραγε, ο Θεός, γιατί ο άνθρωπος πλαντάζει;
Ποιες Σκύλλες και Χάρυβδες – εν αγνοία Του !!!;;;…- του την έχουνε στημένη
και τους καημούς του του πληθαίνουνε
κι όσο πίσω του κοιτάει,
κάποια κάδρα της ζωής του
-για να οι καημοί του ελαφραίνουνε-
τόσα αλμυρά τού εαυτού του, πίσω, αφήνει αγάλματα;;;…
Βλέπω το είδωλο…
Πριν γίνει κι αυτό άγαλμα αλμυρό …
Ένα είδωλο που δεν, ακόμη, ανάποδα αντιδρά…
Σκιάζομαι, όμως, τη στιγμή, που το χέρι θα σηκώσω
και το είδωλο, στο κρύσταλλο, δεν θ’ ανταποκριθεί
και, ύπουλα, θ’ αυτονομηθεί…
Τουλάχιστον, να καταφέρω, έως τότε,
να δημιουργήσω μια ωραία, γερή ομάδα:
εγώ μ’ εμένα,
για ν’ αντέξω -πρέπει, άραγε;;;…- τις έσω επαναστάσεις…
Του πλανήτη ”ψυχή”…
Ξέρω…
(Και ”ξέρω” ίσον αποδοχή…)
Στον πλανήτη, όλοι περπατάμε, του πρωτόγνωρου…
Της παιδικότητας…
Και μετά…
Πόσοι έκπτωτοι άγγελοι,
διωγμένοι απ’ του παραδείσου τη γαλήνη,
δεν κοιτάμε να φτιάξουμε έναν δικό μας,
με χώμα και με δάκρυ;;;…
Απλά, καθαρά, ανθρώπινα υλικά…
Γήινα…
Τίποτα ουράνιο…
Τίποτα μυθικό…
Ούτε σπουδαίο…
Ούτε μοναδικό…
Κουρελάκια χαμόγελων,
μπαλωμένα με κλωστούλες στιγμών χαράς…
Κι, όμως, όλα μια μαγεία…