Νέες ταινίες: Το επικό οσκαρικό φαβορί “Brutalist” και το συγκινητικό ΛΟΑΤΚΙ δράμα “Όλα Θα Πάνε Καλά”

Κάθε εβδομάδα, ο Θοδωρής Δημητρόπουλος βλέπει και σχολιάζει τις νέες ταινίες στις αίθουσες.

To “Υπάρχω” κλείνει δίμηνο στην κορυφή του box office κι ακόμα κι αν πλέον έχει πέσει σε γήινα νούμερα (13.000 το περασμένο 4ήμερο) παραμένει αποκούμπι για τις αίθουσες τη στιγμή που δεν φαίνεται κάποια άλλη εμφανής επιτυχία αυτή τη στιγμή.

Όχι πως δεν έχουμε αξιοπρόσεκτες κυκλοφορίες. Το “Flow” ας πούμε έκανε πολύ καλό άνοιγμα με πάνω από 6.000 εισιτήρια σε 46 οθόνες, αναλογικά όσα έκανε και το ινδικό ποίημα “Όλα Όσα Φανταζόμαστε Ως Φως” με 3.200 εισιτήρια και λιγοστή πτώση, σε 21 οθόνες. Το φιλμ της Παγιάλ Καπάντια ξεπέρασε τις 10.000 εισιτήρια και μπορεί με υπομονή και πίστη να κρατήσει δυνάμεις για πολύ καιρό. Το ίδιο φυσικά και το “Flow”.

Στη δεύτερη βδομάδα του και το “A Complete Unknown” έκανε 7.000 έχοντας ελάχιστες απώλειες από την πρώτη. Δείγμα κι εδώ πως η ταινία όντως αρέσει πολύ. Σε συνδυασμό με την ζωντανή οσκαρική κουβέντα γύρω του, μπορεί κι αυτό να δείξει μεγάλες αντοχές. Τα ίδια ισχύουν σε μικρότερη κλίμακα για το ελληνικό “Αρκάντια”, που επίσης μάτσαρε τις εισπράξεις του πρώτου του 4ημέρου, στα 1.700 περίπου εισιτήρια.

Ο κοινός άξονας εδώ είναι πως έχουμε ταινίες σε διάφορες κλίμακες που φαίνεται να αρέσουν και να έχουν τάσεις διατήρησης κοινού. Ελπίζουμε να δουν κατάλληλη φροντίδα.

Στον αντίποδα, το “Emilia Perez” άνοιξε εκ νέου σε μεγάλο κύκλωμα, κόβοντας 2.240 εισιτήρια από 30 οθόνες, μια επίδοση ακόμα χειρότερη από το αρχικό της άνοιγμα, όπως παρατηρεί το Cinemagazine, που ήταν 3.223 εισιτήρια σε 24 οθόνες. Η ταινία πολύ απλά δεν τραβάει με τίποτα, κι ας μάζεψε και ένα τσουβάλι οσκαρικές υποψηφιότητες.

Η δύναμη του οσκαρικού πρεστίζ θα δοκιμαστεί κι ετούτη την εβδομάδα, με την κυκλοφορία του εξαιρετικού (3μισάωρου) φιλμ “The Brutalist” που ήδη μετράει βραβεύσεις σε Βενετία και Χρυσές Σφαίρες.

Οι ταινίες της εβδομάδας

The Brutalist

 

(Μπρέιντι Κορμπέ, 3ω35λ)

★★★★

Μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, ο οραματιστής αρχιτέκτονας Λάζλο Τοθ φεύγει από την Ευρώπη προσπαθώντας να πάρει μαζί του στην Αμερική την γυναίκα του Έρζεμπετ και εκεί να ξεκινήσουν μια καινούργια ζωή με ελπίδα για ένα πιο λαμπερό μέλλον από ό,τι θα μπορούσαν να χτίσουν σε μια διαλυμένη Ευρώπη.

Στον αποπροσανατολιστικό πρόλογο, όπου μια ασώματη φωνή ανακρίνει την οικογένεια του Λάζλο βάζοντας εμπόδιο στη δική τους μετακίνηση στην Αμερική, η κάμερα ακολουθεί τον αρχιτέκτονα σε αυτό που αποδεικνύεται ένα από τα πλέον χαρακτηριστικά πλάνα που διαχρονικά μας έχει μάθει το σινεμά πως είναι συνώνυμο της ελπίδα: Η άφιξη στην Αμερική με το πλοίο, και η πρώτη φορά που αντικρύζουμε από τη θάλασσα, το άγαλμα της ελευθερίας.

Αλλά η άφιξη μοιάζει με ζαλάδα, με το ευρύ, λεπτομερές κάδρο του διευθυντή φωτογραφίας Λολ Κρόλι (η ταινία είναι γυρισμένη σε φιλμ 70mm, με μια ολόκληρη επιχείρηση να έχει στηθεί για να μεταφερθούν οι υπέρβαρες μπομπίνες στο φεστιβάλ Βενετίας για την προβολή) να μας μεταφέρει μια ναυτία καθώς κουνιέται σαν καρυδότσουφλο. Το βλέμμα ελπίδας στα μάτια του Τοθ το ακολουθεί η κάμερα αναποδογυρίζοντας, με το άγαλμα της ελευθερίας να εισβάλει αρρωστημένα στο κάδρο από κάτω προς τα πάνω, ανάποδα.

Οι συμβολισμοί που διατρέχουν το φιλμ δεν γίνονται ποτέ πιο λεπτοί από αυτό, όμως υπάρχει ένα τεράστιο εύρος στα πάντα – στις διαστάσεις, στην ιστορία, στο όραμα, στο μεγαλειώδες του όλου πράγματος – ώστε να μη νιώθεις ποτέ πως είναι περιττοί ή σαχλοί. Υπάρχει τεράστια αφοσίωση στον κόσμο που χτίζει το φιλμ, και κάθε του μικρή και μεγάλη συμβολική λεπτομέρεια, μοιάζει αναγκαία.

Στο πρώτο μέρος, ο Τοθ προσπαθεί να τα βγάλει πέρα με διάφορες δουλειές προσπαθώντας παράλληλα να φέρει στην Αμερική και την οικογένειά του. Μια συνάντηση με τον πλούσιο βιομήχανο Χάρισον Λι Βαν Μπιούρεν θα κάνει τους δυο άντρες φίλους, αλλά είναι μια φιλία που έρχεται πάντα με αστερίσκους καθώς ο Βαν Μπιούρεν αναθέτει στον Τοθ να χτίσει ένα μεγαλεπίβολο κατασκεύασμα στα βόρεια της Φιλαδέλφεια, αποτελούμενο από βιβλιοθήκες, εκκλησία, και χώρους συνάθροισης και διασκέδασης για τον κόσμο της περιοχής. Η εγγενής ανισότητα σε μια τέτοια σχέση ξέρεις πως είναι καζάνι που βράζει: Για τον Βαν Μπιούρεν το όλο πρότζεκτ είναι ένα καπρίτσιο, για τον Τοθ είναι έργο ζωής και επιβίωση την ίδια στιγμή.

Δε θα μπούμε σε λεπτομέρειες για τα όσα κατακλυσμικά συμβαίνουν στο δεύτερο μέρος. (Τα δύο μέρη χωρίζονται από ένα 15λεπτο διάλειμμα, στη διάρκεια του οποίου μια παλιά ασπρόμαυρη οικογενειακή φωτογραφία από την μεταπολεμική Ευρώπη μας κοιτά επίμονα σα να βρισκόμαστε σε ένα χώρο λατρείας.) Όμως κατά τη μεγάλη αυτή διάρκεια η οποία κυλά σα νερό, η ταινία αναπτύσσει μια τρομερά τεταμένη σχέση ανάμεσα στους Τοθ και στους Βαν Μπιούρεν χωρίς να χρειαστεί να πει πάρα πολλά.

Οι εντάσεις βρίσκονται στον τρόπο που κοιτάζονται μεταξύ τους, στο πώς ο βιομηχανικός κύκλος απλά ανέχεται τον μετανάστη Τοθ. Μέσα από αυτή τη σχέση ανισότητας και εύθραυστης έντασης, αρχίζει να δημιουργείται ένα έργο σχεδόν μυθικών διαστάσεων και οράματος, που σε κανένα σημείο της διαδρομής κανείς από τους ντόπιους δεν καταλαβαίνει. Είναι ένα αρχιτεκτονικό θαύμα που γεμίζει την οθόνη ακόμα κι όταν είναι μόνο ιδέα, ένα συμβολικό μεγαλούργημα για τα όσα θέλησε ποτέ να χτίσει η Αμερική πάνω στα οράματα και την συλλογική διαγενεακή φρίκη μεταναστών – όχι επειδή τα καταλάβαινε, αλλά απλώς επειδή μπορούσε.

Αλλά και ευρύτερα, είναι μια ταινία που εξερευνά την ιδέα πάσης φύσης κατασκευών και δομών – ποιος είναι αυτός που χτίζει, και γιατί. Όταν δημιουργείται κάτι, νοηματοδοτείται από τις εμπειρίες και τα βιώματα αυτού που το συλλαμβάνει ή από τον τρόπο που εν τέλει χρησιμοποιείται; Σε ποιον ανήκει; Θα μπορούσε να υπάρξει δίχως τον πόνο και τον αποκλεισμό που το γέννησε ως σύλληψη; Τι προσμονή υπάρχει από κάθε τι που δημιουργείται και τι σχέδιο, τι όραμα πίσω από αυτό; Είτε μιλάμε για ένα κτίριο, για μια πόλη — είτε, τελικά, μια χώρα (όπως η ίδια Αμερική ή όπως και το Ισραήλ, το «χτίσιμο» του οποίου διατρέχει το φιλμ μέσα από χαραγματιές της αφήγησης).

Τον Τοθ παίζει ο Έιντριεν Μπρόντι σε μια αφοσιωμένη ερμηνεία που προφανώς και κουβαλά κάτι μεγαλειώδες μέσα στην οριακά καρτουνίστικη και εξίσου τραγική μανία της. Απέναντί του ο Γκάι Πιρς ως Βαν Μπιούρεν παίζει την φιγούρα του βιομηχάνου ενώνοντας μαγικά την απόσταση ανάμεσα στον Φίλιπ Σέιμουρ Χόφμαν του “Master” με τον Μπραντ Πιτ του “Inglourious Basterds”. Είναι απλά φανταστικός – όπως κι Τζο Άλγουιν κι η υπόγεια απειλή του στο ρόλο του γιου του Βαν Μπιούρεν, ένας χαρακτήρας που δε λέει πολλά αλλά συμπυκνώνει στην αύρα του όλη την οργή της Αμερικής που χτίζεται, και που στο μέλλον θα μισεί όχι μόνο τους ξένους και τους φτωχούς, αλλά και τα οράματα που τόλμησαν να έχουν. Και τα οποία η γενιά των Χάρισον Βαν Μπιούρεν θέλησε έστω και ως ένδειξη φιλοδοξίας να μοιραστεί.

Σκηνοθετεί ο 36χρονος(!) Μπρέιντι Κορμπέ, ένας ηθοποιός ρολίστας του αμερικάνικου σινεμά που έξαφνα πριν λίγα χρόνια ανασυστήθηκε ως σκηνοθέτης μεγαλόπνωων ταινιών πάνω στη γέννηση της βίας και της τυραννίας στη μοντέρνα Ιστορία της Δύσης. Η “Γέννηση Ενός Ηγέτη” διασκευάζει Σαρτρ και φαντάζεται την (ανα)γέννηση του φασισμού στο διάστημα του μεσοπολέμου ως εφηβικό καπρίτσιο προνομίου, ενώ το “Vox Lux” ακολουθεί την άνοδο μιας ποπ σταρ στην Αμερική του 21ου αιώνα μέσα από τις φλόγες της σύγχρονης βίας και καταστροφής, από ένα σχολικό μακελειό από το οποίο επιβιώνει, μέχρι την πτώση των Δίδυμων Πύργων από την οποία γλιτώνει.

Με συνοδοιπόρο της σύζυγο και συν-σεναριογράφο του, Μόνα Φάστβολντ, ο Κορμπέ συνενώνει στοιχεία και επιρροές που μπορεί να φέρουν στο μυαλό από το “Θα Χυθεί Αίμα” μέχρι το “Η Πύλη της Δύσεως” κι από α λα Ταρκόφσκι εποποιία μέχρι τον τρόπο που απεικονίζουν τις κινηματογραφικές οικογένειες ο Κόπολα ή ο Μπέργκμαν.

Δημιουργεί μερικές instant classic στιγμές που κόβουν την ανάσα (μια εκτεταμένη σεκάνς στην Ιταλία μέσα σε σχισμές γης διάσπαρτες με απομεινάρια ενός παλιού πολιτισμού καθώς ο Βαν Μπιούρεν αναζητά υλικά για να χτίσει έναν καινούριο), χρησιμοποιεί το κάδρο του για να παγιδεύσει το θεατή μες στην αρχιτεκτονική του ίδιου του του –νομοτελειακά ανολοκλήρωτου– έπους, εμπλουτίζει την αφήγησή του με τραγωδία και με αγωνία και με χιούμορ και με πάθος, και οδηγεί ένα στα όρια του παροξυσμού δεύτερο μέρος προς ένα αιχμηρό, ανοιχτό σε ερμηνείες φινάλε.

Η κατασκευή δεν είναι τέλεια – ποτέ δεν είναι – αλλά κυκλοφορώντας μες στους αφηγηματικούς διαδρόμους που έχει χτίσει πάνω σε πόνο, σε μεγαλόπνοα οράματα, και σε πολύ θυμό, το φιλμ του Κορμπέ και της Φάστβολντ κατοχυρώνει τη θέση του ως αυθεντικά και αναπολογητικά Μεγάλο Σινεμά σε μια εποχή που μοιάζει σαν οι πάντες να προσπαθούν να κάνουν την μεγάλη οθόνη, όλο και πιο μικρή. Δίκαιο βραβείο Σκηνοθεσίας στη Βενετία, 3 Χρυσές Σφαίρες (Ταινίας, Σκηνοθεσίας, Α’ Ανδρικού Ρόλου) και 10 υποψηφιότητες Όσκαρ.

news247.gr