Η συνταρακτική είδηση του θανάτου του Νίκου Ξυλούρη, στις 8 Φεβρουαρίου 1980, βύθισε στο πένθος όχι μόνο την Κρήτη αλλά ολόκληρη τη χώρα.
Γεννημένος το 1936, στο ορεινό χωριό Ανώγεια Μυλοποτάμου Ρεθύμνου, αναγκάστηκε στα πέντε του χρόνια να ξεριζωθεί από τον τόπο του μαζί με τους υπόλοιπους κατοίκους, καθώς οι Γερμανοί έκαψαν το χωριό του. Στη συνέχεια μεταφέρθηκαν σε χωριό της επαρχίας Μυλοποτάμου, όπου παρέμειναν μέχρι και την απελευθέρωση της Κρήτης.
Με καταγωγή από οικογένεια με μουσική παράδοση και πολλούς λυράρηδες, ο Νίκος Ξυλούρης, σε νεαρή ακόμα ηλικία, με τη βοήθεια του δασκάλου του κατάφερε να πείσει τον πατέρα του να του αγοράσει την πρώτη του λύρα και πολύ γρήγορα άρχισε να παίζει σε γάμους και πανηγύρια. Αδέλφια του είναι οι επίσης γνωστοί μουσικοί της κρητικής μουσικής ο Αντώνης Ξυλούρης (Ψαραντώνης) και ο Γιάννης Ξυλούρης (Ψαρογιάννης).
Σε ηλικία 17 ετών, πήρε την απόφαση να μετακομίσει στο Ηράκλειο, όπου και έπιασε δουλειά στο νυχτερινό κέντρο «Κάστρο». Αυτή ήταν μια δύσκολη περίοδος για εκείνον, καθώς τα έσοδα του μόλις και μετά βίας έφταναν να τον συντηρήσουν, ενώ παράλληλα βρέθηκε αντιμέτωπος με τη «μόδα» της Ευρωπαϊκής μουσικής, κάτι τελείως ξένο για αυτόν.
Στις 21 Μαϊου του 1958 παντρεύτηκε την Ουρανία Μελαμπιανάκη και τον Νοέμβριο του ίδιου έτους ηχογράφησε τον πρώτο του δίσκο με τίτλο «Μια μαυροφόρα που περνά». Ο δίσκος αγαπήθηκε από το κοινό κι έτσι το μεγάλο «αηδόνι» της Κρήτης ηχογράφησε κι άλλα τραγούδια σε δίσκους των 45 στροφών.
Το 1960 γεννήθηκε ο γιος του Γιώργος και το 1966 ου έφερε την κόρη του Ρηνιώ. αλλά και το πρώτο βραβείο σε ένα φεστιβάλ μουσικής στο Σαν-Ρέμο παίζοντας με τη λύρα του ένα συρτάκι. Το 1967 άνοιξε στο Ηράκλειο το μουσικό κέντρο «Ερωτόκριτος», που έσπευσαν όλοι να τον ακούσουν, πετυχαίνοντας έτσι την καταξίωση του στο μουσικό στερέωμα αλλά και εξασφαλίζοντας την επιβίωση του.
Το 1969 ηχογράφησε με μεγάλη επιτυχία το δίσκο «Ανυφαντού» και λίγους μήνες αργότερα εμφανίστηκε και πάλι σε Αθηναϊκό μουσικό κέντρο, με τον κόσμο να τον αποθεώνει. Έτσι μετακόμισε και πάλι στην Αθήνα, όπου γνώρισε τον ποιητή και σκηνοθέτη Ερρίκο Θαλασσινό, ο οποίος αποφάσισε να τον συστήσει στο Γιάννη Μαρκόπουλο και έτσι ξεκίνησε μια λαμπρή συνεργασία με το δίσκο «Χρονικό» και τα «Ριζίτικα». Παράλληλα γνωρίστηκε με τον διευθυντή της δισκογραφικής εταιρίας COLUMBIA και έγιναν κουμπάροι.
Όσο για το ποιος «ανακάλυψε» το Νίκο Ξυλούρη, τα λεγόμενα της συζύγου του κ. Ουρανίας Ξυλούρη, όπως δημοσιεύτηκαν σε σχετικά αφιερώματα των περιοδικών «Δίφωνο» και «Μονογραφίες», είναι διαφορετικά από αυτά που συνήθως επικρατούν σε αρκετές βιογραφίες του Νίκου Ξυλούρη. Μία εκδοχή είναι ότι τον ανακάλυψε ο Ερρίκος Θαλασσινός και τον ανέδειξε ο Γιάννης Μαρκόπουλος. Μία ακόμη εκδοχή θέλει την ανάδειξη του Ξυλούρη να οφείλεται στο τραγούδι του «Ανυφαντού» και το πρόσωπο που τον ανακάλυψε και τον ανέδειξε να είναι ο διευθυντής της δισκογραφικής εταιρείας «Κολούμπια» Τάκης Λαμπρόπουλος. Σύμφωνα με αυτή την εκδοχή, ο Λαμπρόπουλος τον ηχογράφησε σε ένα γαμήλιο γλέντι στα Ανώγεια και έστειλε την κασέτα στον συνθέτη Σταύρο Ξαρχάκο προκειμένου να ακούσει τη φωνή του Ανωγειανού Λυράρη, ο οποίος συνθέτης ήταν τότε στο Παρίσι. Οι εφημερίδες της εποχής έγραψαν χαρακτηριστικά ότι ο Λαμπρόπουλος πήγε στην Κρήτη όπου ανακάλυψε μια σπουδαία και σημαντική φωνή. Από εκεί πληροφορήθηκε ο Γιάννης Μαρκόπουλος για το Νίκο Ξυλούρη και του πρότεινε τα τραγούδια του «Χρονικού».
Στη μπουάτ «Λήδρα» ξεκίνησε το 1971 κοινές εμφανίσεις με το Γιάννη Μαρκόπουλο και η φωνή του έγινε σύμβολο της αντίστασης. Συνεργάστηκε στενά, εκείνα τα χρόνια, με τον Θρακιώτη τραγουδοποιό Θανάση Γκαϊφύλλια στις μπουάτ της Πλάκας και σε συναυλίες σε όλη την Ελλάδα. Το καλοκαίρι του 1973 τραγούδησε στο θεατρικό έργο «Το μεγάλο μας τσίρκο» με πρωταγωνιστές τον Κώστα Καζάκο και τη Τζένη Καρέζη στο θέατρο «Αθήναιον».
Ο Νίκος Ξυλούρης στην ακμή της καριέρας του αντιλήφθηκε ότι πάσχει από καρκίνο και πιο συγκεκριμένα όγκο στον εγκέφαλο. Μετά από μεγάλο αγώνα, πολλαπλές εγχειρήσεις και αρκετή ταλαιπωρία έχασε τη μάχη στο Νοσοκομείο Πειραιώς στις 8 Φεβρουαρίου 1980 σε ηλικία μόλις 43 χρονών. Με τη φωνή και το ήθος του σημάδεψε τα χρόνια της χούντας, την αντίσταση σε αυτήν, αλλά και τα πρώτα χρόνια της μεταπολίτευσης. Όπως ο ίδιος έλεγε μετά τη μεταπολίτευση, αναφερόμενος στους ανθρώπους της μουσικής βιομηχανίας «εγώ τους ίδιους ανθρώπους έβλεπα να κανονίζουν επί χούντας, τους ίδιους βλέπω και τώρα».