21.12.2015
Του Ανδρέα Κάτσενου
Τα διαφαινόμενα αποτελέσματα των εσωκομματικών εκλογών στη Νέα Δημοκρατία καταγράφουν το τέλος μιας εποχής που σημάδεψε την ιστορία της μεγάλης φιλελεύθερης παράταξης τα τελευταία έξι χρόνια.
Μιας παρένθεσης επί της ουσίας επιστροφής σε πολιτικές πρακτικές άλλων τραυματικών εποχών, που ήταν αρκετή για να καταρρεύσει οργανωτικά το κόμμα, να καταχρεωθεί και να μπει σε μια απίστευτη δοκιμασία, οι πληγές της οποίας, για μεγάλο χρονικό διάστημα, θα ταλαιπωρούν την παράταξη.
Μεγάλος ηττημένος αυτής της αναμέτρησης ήταν η ομάδα Σαμαρά και ό ίδιος ο πρώην πρωθυπουργός ο οποίος, που έστω και παρασκηνιακά, στήριξε τις υποψηφιότητες του Απ. Τζιτζικώστα και του Άδωνι Γεωργιάδη.
Ο μεν Απ. Τζιτζικώστας αποδείχτηκε εκ του αποτελέσματος πολιτικά ανίσχυρος, κατασκεύασμα των μίντια και των οικονομικών συμφερόντων χωρίς πολιτικό βάθος στην κοινωνία.
Ο δε Α. Γεωργιάδης κατετάγη τέταρτος, στα ποσοστά περίπου του Π. Ψωμιάδη το 2009, αν και είχε το «πρόσημο» της στήριξης της σαμαρικής ομάδας. Το αποτέλεσμα αυτής της στήριξης ήταν ο Άδωνις Γεωργιάδης να καταγράψει ιδιαίτερα υψηλά ποσοστά στη Μεσσηνία και ειδικά στην πατρίδα του πρώην πρωθυπουργού, την Πύλο, όπου ήρθε πρώτος.
Όλα σχεδόν τα κορυφαία στελέχη της ομάδας Σαμαρά είχαν ταχθεί στο πλευρό του, ενώ όσα απέμειναν στήριξαν την υποψηφιότητα του εκ Θεσσαλονίκης ορμώμενου Απ. Τζιτζικώστα, ο οποίος ξόδεψε πακτωλό χρημάτων, σύμφωνα με όσα κυκλοφορούν, για την προεκλογική εκστρατεία του.
Ο Κυρ. Μητσοτάκης για πολλούς ήταν η έκπληξη. Αποδείχτηκε όμως ότι διέθετε οργάνωση και, κυρίως, πολιτικό λόγο, εκφράζοντας ανοιχτά τον νεοφιλελευθερισμό, αλλά επί τω βέλτιστο σε σχέση με την έκφραση του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη την περίοδο 1990-1993. Γι αυτό και ψηφίστηκε από τους ψηφοφόρους των Βορείων προαστίων τους αστούς και μεγαλοαστούς, οι οποίοι ήθελαν να ακούσουν κάτι καθαρό για την επιχειρηματικότητα και την οικονομική Θατσερική ιδεολογία μέσα από την οποία εκφράζονται.
Μεγάλος νικητής των εκλογών είναι ο Ευ. Μειμαράκης, ο οποίος κυριάρχησε σε όλη την επικράτεια ανεξάρτητα εάν το ποσοστό του δεν του έδωσε την απόλυτη πλειοψηφία για να εκλεγεί πρόεδρος της Νέας Δημοκρατίας από τον πρώτο γύρο. Έπαιξε μόνος του, χωρίς μιντιακή στήριξη, ούτε επιχειρηματική, αλλά αγκαλιάζοντας τη καθαρή βάση της παράταξης. Τον απλό ψηφοφόρο ο οποίος τον ψήφισε γιατί επιθυμεί την ενότητα της παράταξης αλλά και γιατί έχει πολιτική εμπειρία να κουμαντάρει στο πλοίο σ’ αυτή τη δύσκολη εθνικά και πολιτικά περίοδο.
Το πιο σημαντικό είναι ότι έμειναν στα άκρα όσοι επιθυμούσαν μια Νέα Δημοκρατία της ακρότητας. Του στείρου αντιπολιτευτικού λόγου. Η Νέα Δημοκρατία οφείλει εκ του αποτελέσματος να αναζητήσει το μεσαίο χώρο. Το χώρο της συναίνεσης και της συνεννόησης με την κοινωνία που θα βγάλει τη χώρα από τις Συμπληγάδες. Είναι ο χώρος της ριζοσπαστικής φιλελεύθερης δημοκρατίας, εκεί όπου ιδεολογικά κι ανήκει.
Αυτό είναι το στοίχημα, πλέον, για το Κόμμα της Νέας Δημοκρατίας το οποίο θα κληθεί να απαντήσει στις 10 Ιανουαρίου. Το διακύβευμα είναι εάν θα επιστρέψει στις ιδεολογικό-πολιτικές ρίζες που όρισε ο ιδρυτής του κόμματος Κωνσταντίνος Καραμανλής ή εάν θα επιστρέψει στην πάλαι ποτέ νεοφιλελεύθερη περίοδο της διακυβέρνησης Μητσοτάκη. Το ζητούμενο είναι εάν θα επανέλθει η παράταξη στη διαμάχη Καραμανλικών – Μητσοτακικών. Κι ίσως εκεί κριθεί και το τελικό αποτέλεσμα.