Από τη Θεοδώρα Δέδε
Δεν θάπρεπε να σου το επιτρέπεις…
Θάπρεπε να έχεις απαγορευτικό να ”πυροβολείς”, shot-άροντας…
Άλλη μια σου φωτογραφία, λοιπόν, κατά φαντασίαν ”φωτογράφε”…
Βγάζεις χρήματα…
Απέκτησες, επί τέλους, την πιο αξιόπιστη και πολύτιμη μηχανή…
Μπορείς, πια, να φέρεις σβούρα την επιφάνεια του έτερου στρόμβου, της υδρογείου,
για να βρεις την πιο σπάνια γωνιά,
στην πιο εξεζητημένη της στιγμή…
Κι όμως, ”φωτογράφε”…
Από μια γεμάτη ερεθίσματα πόλη, χώρας μακρινής,
τόσο ίδια η γωνία;…
Οσο και από την άλλη,
που ήσουν προχτές;…
Και την άλλη, πέρσι;;;...
Σαν βήμα να μην έκανες…
Άλλη μια σου φωτογραφία…
Και τόσο ίδιο το γκρι τ’ ουρανού,
με όλους τους γκρι σου ουρανούς;…
Πού ξετρυπώνεις τόσο γκρι,
ίδιο με το γκρι του έσω αμπαριού σου;…
Κυοφορείς την πεποίθηση
πως είναι αυτοσκοπός των περιπλανήσεών σου:
η ανακάλυψη παντός γκρίζου;…
Σ’ αυτό, όλοι θα σου βγάζουν το καπέλο,
αφού κατέχεις τον τίτλο του πρωτοπόρου ανακαλύψαντος…
Σαν νάναι ρυθμισμένος ο φακός σου ν’ αναζητά κάθε τι απόκοσμο,
εντός κι εκτός σου…
Σαν να σε τραβάει σ’ αυτό ένας διηπειρωτικός μαγνήτης
ή σαν η πυξίδα σου να μη σε οδηγεί σε τίποτ’ άλλο, εκτός απ’ το σταχτί…
Άλλη μια σου φωτογραφία…
Ένα ”κάδρο” εξωτικής ομορφιάς,
που ξέρεις πολύ καλά ν’ αποδομείς,
ανατέμνοντας, μέσω αυτού, τον εαυτό σου…
Δίνεις την εντύπωση πως ανατέμνεις το ωραίο
στα εξ ων συνετέθη,
για να το αποδυναμώσεις…
Όπως κάνεις κομματάκια τον εαυτό σου
και, μετά, προσπαθείς να τον ανασυνθέσεις σε κάτι άλλο,
μη βάζοντας, όμως, τα κομμάτια τού παζλ στη σωστή θέση,
με αποτέλεσμα να είσαι, διαρκώς, μαλωμένος
με δαύτο το αλλόκοτο δευτερογενές δημιούργημα…
Άλλη μια σου ”φωτογραφική απεικόνιση”
τόσο…εσύ!…
Τα ενσταντανέ σου καθρέφτες,
με γυάλινες αιχμηρές γωνίες,
που εικονίζουν εσένα, αυτοτραυματισμένο….
Χειροβομβίδες αποτυπωμένες, οι illustration εκτυπώσεις σου,
σκάνε, όμως, θρασύτατα, και σε αθώες, ανυποψίαστες κόρες ματιών…
Κρίμα, δήθεν ιδανικέ αποτυπωτή
των στιγμών, των τοπίων, των ακινητοποιημένων χρόνων,
τόσους κόσμους που γυρίζεις,
για να μάθεις, να δεις, να οσφρανθείς, να γευτείς,
να τα ισοπεδώνεις όλα,
μεταλλάσσοντάς τα σ΄ ένα κι απαράλλαχτο θέμα:
Τον εαυτό σου…
Μελαγχολιστάλακτο, σκοτεινό κι ενοχλητικά γκρι…
Δεν κουβαλάς μόνο τον εαυτό σου…
Τον…επιβάλλεις στα φυσικά τοπία,
σε σημείο όλα ίδια να δείχνουν…
Λες και τον θεωρείς την υπέρτατη Αξία…
Τρισμέγιστη προσβολή προς τον Δημιουργό και τη Φύση…
Ή λες και είναι καταδικασμένος, πάντα, να χώνεται παντού…
Θα μπορούσε να θεωρηθεί ”μεγαλειώδης” επιτυχημένη…παταγώδης αποτυχία,
καταδικασμένη σε αέναο εσωτερικό Καιάδα!…
Κρίμα, η -σαν εφηβικό απωθημένο- προσμονή τής συνάντησης με το διαφορετικό…
Κρίμα, οι εξαιρετικές προϋποθέσεις,
που πότισαν τις φλέβες σου,
κρίμα τα διψασμένα μάτια σου,
που αγωνιούσαν για το…αλλιώτικο κι ασυνήθιστο…
Τίποτα δεν κατάφεραν;;;…
Γι’ αυτό οι ”φωτογραφίες” σου εικονίζουν
μιαν ανείπωτη -αν και πανταχού παρούσα- κατατονία;…
Κάνεις τους ανθρώπους και τα τοπία να δείχνουν,
παντού και πάντα, ίδιοι και ίδια:
σαν να κατεβαίνεις, αενάως,
τα σκαλιά ενός παλιού εγκαταλελειμμένου καταφυγίου,
στη μούχλα τίγκα…
Σαν να λιώνεις, αντί για σόλες, μαξιλάρια,
αγναντεύοντας, ασκαρδαμυκτί, το ταβάνι του σπιτιού σου…
Λυπάμαι τα μέρη, που περιμένουν
να τα συναντήσουν νέα ζευγάρια μάτια
και δίνουν τον καλύτερό τους εαυτό,
για ν’ ανακαλύψουν κάτι διαφορετικά αξιοθαύμαστο σ’ αυτά…
Αλλά και τα πλάσματα, που πλάθουν άλλους πολιτισμούς
για όλες τις αισθήσεις,
για να έρθεις εσύ και να τα συνθλίψεις,
περιφέροντας το γκρίζο τίποτά σου…
Εξατμίζεται το σύμπαν στα χέρια σου,
και, μέσα από κάθε κλικ, υλοποιούνται οι σιωπές τής δυστυχίας σου…
Αυτή είναι η μοίρα τού διαρρήκτη ξένων ονείρων,
όπως ένας ποταπός κλέφτης, που κλέβει ξένα αντικείμενα,
με τις δικές τους ιστορίες γραμμένες πάνω τους,
μη μπορώντας να τις οικειοποιηθεί,
μήτε να τις αντιγράψει,
ούτε και να ευτυχήσει ο ίδιος…
Έχεις την αρνητική δύναμη να μετατρέπεις
τα βουνά σε κόκκο άμμου,
τους ωκεανούς σε σταγόνα,
εκμηδενίζοντας αιώνια μεγέθη,
που μόνο οφθαλμαπατεώνες θα διανοούνταν…
Σαν να προσπαθείς ν΄ αναδείξεις την καταθλιπτική μουντζούρα του άνθρακα
και να κουκουλώσεις την ανατατική, εκτυφλωτική λάμψη τού διαμαντιού…
Σαν να μη βλέπεις τίποτα από τα χρώματα και τις ευωδιές,
αλλά σαν να ζεις
σ’ ένα παράλληλο απόκοσμο, θολό και σταχτί, σύμπαν…
Ολοι νόμιζαν πως το μόνο, που σου ΄λειπε
μια ακριβή μηχανή ακριβείας,
για ν’ αποτυπώσεις μ’ αυτήν,
όσα πραγματικοί λάτρεις των αποτυπώσεων θ’ αναζητούσαν…
Ρυθμίζεις σ’ αυτήν, με απόλυτη -όντως- ακρίβεια, τις γωνίες,
την απόσταση, τη…φωτεινότητα -αυτή σου είναι αχρείαστη…-
αλλά χάνεις την Τέχνη…
Σαν να υπηρετείς κάποιον άλλον,
ίσως, ένα στυγνό γεωμέτρη
και καθόλου τις παλιές σου ευωδιαστές δοξασίες…
Δοξασίες, που θα σου υπαγόρευαν να υπηρετήσεις όλα τούτα,
που θα σου άφηνε κάποια ταινία,
που θα μπορούσε να ήταν πηγή έμπνευσης για σένα,
μια ”Πηγή τής ζωής” και της αιώνιας επικής αγάπης,
που δεν καταχωνιάζεται, δεν λιώνει, δεν εξατμίζεται,
ενώ, τώρα, από σένα, καταχωνιάζεται, λιώνει, εξατμίζεται…
Πιθανόν, να μη δω, ποτέ, μια τέτοια ταινία,
όχι για να μην την απομυθοποιήσω,
αλλά, γιατί έχω τη σιγουριά τής δικής σου απομυθοποίησης-προδοσίας,
”φωτογράφε”,
μια και αποδείχθηκες γκριζογράφος τής αγάπης προς τη ζωή…
Σαν να θες να βάψεις και τον θεατή σου γκρίζο
και το βλέμμα του
και τη σκέψη του
και την ψυχή του…
Γιατί αυτή είναι η περιρρέουσα αποτύπωση…της ατμόσφαιράς σου…
”Φωτογράφοι”, που χρησιμοποιούν τη μηχανή τους σαν οπλοπολυβόλο,
για να σκοτώνουν τη φαντασία τής πραγματικότητας
δεν θα δουν, ποτέ, μια ταινία εφτά φορές,
μόνο και μόνο, για να ξαναζήσουν τρεις σκηνές κι ένα φινάλε…
Αν ήσουν φωτογράφος,
θάπρεπε ν’ αποτυπώνεται ο εντός σου καλλιτέχνης,
που απογυρεύει την πικάντικη, καπνιστή γεύση,
σ’ ένα ποτήρι σπάνιο ρούμι ζαχαροκάλαμων Βενεζουέλας,
να τρελαίνει τους γευστικούς του κάλυκες,
με το τολμηρό, αλλόκοσμο, φρουτώδες σώμα του,
βουτηγμένο στην ονειρεμένη γευστική λεωφόρο της ψημένης καραμέλας,
ενώ, στους παράδρομους, ευωδιάζει αεράκι από βούτυρο και βουνίσιο φασκόμηλο
και δεν μπορούν να μην πάρουν το θυμάρι, μαζί τους,
σε τούτο το μεθυστικό ταξίδι,
όταν τους κάνει οτοστόπ από κάποιο αγροτόδρομο
και, στο τέλος, να μη στολίσουν γιορτινά,
τούτη τη γευστικοσφρητική πανδαισία,
με τριμμένες φλούδες εσπεριδοειδών και σοκολάτας,
με τη γαργαλιστική παρέα καυτών καρυκευμάτων,
και όλα αυτά θα σε ωθούσαν στην πιο γευστική και πεντανόστιμη απεικόνιση…
Αν ήσουν φωτογράφος,
δεν θα σκότωνες τα όνειρά σου,
με τα άνευρα ενσταντανέ σου…
Και ο αγαπημένος σου συγγραφέας θα ήταν, στα σίγουρα, ο Χέμινγουεϊ
και το φλας σου, κάποτε, θα χτύπαγε κάποια καμπάνα στις αρτηρίες μας…
Πώς μπόρεσες να διατείνεσαι πως είσαι καλλιτέχνης;
Επειδή, απλά, λάτρευες τις ασπρόμαυρες ταινίες,
σε θερινά σινεμαδάκια,
λουσμένα στο συγκλονιστικό φως, ημίφως, φεγγαρόφωτο της Ακρόπολης,
”γνήσιος αισθητής κι αρχαιολάτρης,
αναζητητής -αναπαραγωγός και δημιουργός- της, απανταχού, Τέχνης”;…
Πλανώνται ακόμα στον αγέρα τα λόγια
μιας υποσχόμενης
-αλλά αποδεδειγμένης τυποποιημένης και κούφιας-
προσδοκίας…
Που κατάντησε προδοσία…
Καθώς φαίνεται, όμως, εστιάζεις στην πανοπλία και ποτέ στον πολεμιστή-
-και, εννοείται, δεν θα σε γοήτευε, ποτέ, ”Ο δρόμος τού Ειρηνικού Πολεμιστή”…-
γι’ αυτό και η πανοπλία τής μηχανής σου δεν σ’ έκανε ποτέ…πολεμιστή-φωτογράφο,
αλλά, αντιθέτως, φιλοπόλεμο και πολέμιο του Ωραίου Φωτός…
Τούτη η πανοπλία δεν είναι, πια, σύμμαχός σου,
αλλά ο μεγαλύτερος εχθρός σου…
Γι’ αυτό, ξεβάφουν ηλιοβασιλέματα ανεξίτηλης αιωνιότητας,
μέσα από τον φακό σου
-τόσο κρίμα γι’ αυτόν τον τόσο ζηλεμένο φακό,
με περίβλημα από κράμα μαγνησίου κι ανάγλυφες εστιακές αποστάσεις-
κι όλα τα χρώματα γίνονται γκρι,
όχι ασπρόμαυρα!!!…
Γκρι!!!…
Το γκρι της στάχτης…
Της ανυπαρξίας…
Του τίποτα, πια…
Το γκρι τού τέλους…
Γιατί είναι σαν να νεκρώνεις τα τοπία
και τη ζωή τους
και τις ομορφιές τους
και τη μοναδική κι ανεπανάληπτη ιστορία, που έχουν να διηγηθούν…
Εκμηδενιστογράφε…
Κρίμα, που η ακριβή σου μηχανή δεν ξέρει,
σε τι έγκλημα συμμετέχει
να επαναστατήσει,
καίγοντας, μαζί με το ψηφιακό της φιλμ,
όλη τη στάχτη που γεννάς,
μπας κι αναγεννηθείς…