Από τη Θεοδώρα Δέδε
Πιάνομαι από ευωδιές νυχτολούλουδων και ανθών νεραντζιών,
κάτι Μεγαλοβδομαδιάτικα απογεύματα,
τίγκα στην Ανοιξη, την Ανάταση και την Ανάσταση…
Δένομαι πάνω σε αφράτες ακροθαλασσιές,
με μαξιλάρι -όπου αναπαύεται το βλέμμα- βαμβακένιους αφρούς
και στρώμα πολυτιμοκαμωμένο από διαμαντένιους κόκκους άμμου…
Αρπάζομαι από μνήμες
φωνών, μελωδιών, εικόνων, φαγητών, συνάξεων,
για να μη…μ’ αφήσω…
Για να βρίσκω το κουράγιο
να ισορροπώ το, ακροβατικά τρεμοπαίζον, πόδι μου,
σε βραχάκια σωτήρια, αγαπημένα,
ώστε να μπορώ να συνεχίσω,
χωρίς να γλιστρήσω
και να πνιγώ στο, επαναλαμβανόμενα, τετριμμένο …
Γαντζώνομαι από πόμολα -εγγυημένης ασφάλειας- θυρών,
που νομίζω πως θα τις ανοιγοκλείνω, μια ζωή…
Για να πιστέψω ότι το τώρα θάναι για πάντα…
Αλλά και για να κατανοήσω τη διττή σκληρότητα και παγωνιά του μετάλλου…
Ερεθίσματα αισθήσεων πολλαπλών χρήσεων…
Που αποδείχνουν ότι είναι και θεσπέσιος ο απτός τούτος κόσμος…
Γραπώνομαι από λαιμούς
συμπασχόντων -στις δίνες…- συνοδοιπόρων -…και στις καλοκαιριές-
για να πιστέψω πως θα απολαμβάνουμε και θ’ απολαμβανόμαστε,
εσαεί…
Είναι τόσο δύσκολο να βρεις λαιμό,
που ν’ αποδίδει σε γερά κρατήματα…
Κατακτώ εξαργύρωση του χρόνου
σε νομίσματα, υφάσματα, καταφύγια, τροχούς,
σκέψεις,
εμπειρίες,
περιπέτειες,
τέχνες…
Τέχνες σε καμβάδες και σε χρονοδρόμια ζωής…
Από, για, προς: ψυχές…
Κατακτημένη ούσα ψυχή…Εκ γενετής…
Θα μπορούσα να πω:
Αφήνομαι
στις θεόπνευστες μελωδίες,
στον ρουμπινί, ημίγλυκο οίνο,
στα προκαλούντα συγκίνηση εδέσματα,
στους πικάντικους ανθρώπους,
στις παθιασμένες -και πολύπαθες- ψυχές….
Μαγεμένη ψυχή ούσα, κατά την πορεία…
Από το εφήμερο…
Που, τόσο υπέροχα -και τρομακτικά λανθασμένα- μοιάζει αιώνιο…
Αλλη υπόθεση, όμως, το πραγματικά αιώνιο…
Τίποτα απ’ αυτά δεν το αποτελούν:
Τα γνώριμα…
Τα εκπληκτικά…
Τα αγαπημένα…
Ποια νάναι τα υλικά του;;;…
Γι’ αυτό τρομάζει, ίσως, πιο πολύ, το αιώνιο…
Γιατί αγνοούνται τα υλικά του…
Κι εδώ, βέβαια, κρατώντας ένα πόμολο, βλέπεις την πόρτα,
αλλά, κάποιες φορές, αγνοείς τι υπάρχει πίσω απ’ αυτήν…
Όμως, τουλάχιστον, ξεκινάς από κάτι απτό…
”Δημιουργώ” όμοιούς μου…
Τους μεταφέρω όλα αυτά…
Τους καλώ στο ναρκωτικά δελεαστικό εφήμερο,
με προορισμό, πάντα, το σίγουρο, αλλά μη γνώριμο…
Για να γευθούν όλη την παλέτα των αισθήσεων…
Αλλά και των ψευδ-αισθήσεων…
Με πρώτη την ψευδαίσθηση του…πάντα!…
Αρα, άλλη μια μέρα παράταση στην ψευδαίσθηση,
που πιάνομαι, δένομαι, αρπάζομαι, γαντζώνομαι, γραπώνομαι,
κατακτώ και κατακτώμαι,
μαγεύω και μαγεύομαι,
δημιουργώ και δημιουργούμαι…
Αλλά, ποτέ, στ’ αλήθεια, δεν θα αφεθώ!…
Από (ενδότατο μύχιο) φόβο,
μήπως με…ξεγαντζώσουν πιο γρήγορα
-αν και δεν ξέρω, πώς ορίζεται το γρήγορα και το αργά…
Από (άσβεστη σιγοκαίουσα) λύπη,
πως θα λείψουν απ’ τον οργανισμό της ψυχής μου,
όσοι και όσα με σαγήνευσαν,
χωρίς να το επιδιώκουν…
Με τη σπάνια -επονομαζόμενη, κατ΄ εμέ, και ως- ”αθώα, ακούσια σαγήνη”…