Σαν (αν-ισόρροπη ακροβασία)…

Από τη Θεοδώρα Δέδε

Η μουσική πιο άγρια ακούγεται,

πιότερο εκκωφαντικά στο φως…

Και πιο μεταλλαγμένη…

Κι ας μη φταίει…

Κι ας μην έχει καμία τέτοια πρόθεση το φως…

Αλλά το αίσθημα, που έχουν επωμιστεί να κουβαλούν οι νότες,

σαν να θέλει να απομονωθεί,

σαν να θέλει να κατακάτσει, μέσα τους, το βαθύτερο νόημα,

και σαν το φως να μη βοηθάει σ’ αυτό…

Σαν το φως να τρομάζει τούτο τον σκοπό…

 

Στο ημίφως, αλλιώς ακούγονται οι ήχοι…

Οι μελωδίες φτάνουν αλλιώτικα στ’ αφτιά…

Και τα πεντάγραμμα σαν να λυγίζουν,

σαν να μην είναι

άκαμπτες,

άτεγκτες,

αλφαδιασμένες,

παράλληλες

γραμμούλες,

αλλά σαν να ενώνονται, κάπου,

σ΄ έναν

άβατο,

ιερό,

απροσδιόριστο,

μεταβατικό

έσω-έξω ”χώρο”,

στο μουσικό, μισοσκότεινο, πιο μυστικιστικό διάβα τους…

Ετσι κι ο ”οπλισμός” των πενταγράμμων δεν τρομάζει,

ακόμη κι αν έχουν υψωθεί 5 θεόρατες

ακαταπολέμητες,

αλύγιστες,

ανυποχώρητες,

ατσαλένιες,

έτοιμες να μοιράσουν μεγάλες λύπες,

υφέσεις – πανοπλίες…

 

Στο πορτατιφένιο φως,

οι νότες μπορούν να γείρουν, πιο ανέμελα, τον ώμο τών ημιτονίων τους,

στο μπράτσο του καναπέ,

να μισοκλείσουν ελαφρά τα βλέφαρα και να ονειρευτούν

ό,τι με τη βοήθεια των λόγων περιγράφουν…

Ν’ αγαπήσουν και ν’ αγαπηθούν, μέχρι τα έγκατά τους,

ήσυχες, απερίσπαστες από το φλύαρο, το…απο-σπαστικό, σκληρό φως…

 

Οι νότες δεν θέλουν ν’ αποκαλυφθεί πως κοκκινίζουν,

αν πιουν μια στάλα, ρουμπινί οίνο,

απ’ το γερμένο μπουκάλι, που στάζει τα μινόρε του,

στο στόμιο ενός φίνου ψυχικού κρυστάλλου,

για να διαφαίνεται, αμυδρά, στο σκοτάδι, το αιμάτινο Είναι…

Του καθαρού πόνου ή πάθους ή πόθου…

 

Και γίνονται τόσο επικίνδυνα τα λόγια,

υπό το μελωδικό ημίφως των νοτών

κι εμείς, αμετανόητα, κρεμιόμαστε από δαύτα…

Κρεμάστηκα κι εγώ, ουκ ολίγες, ταυτισμένες φορές, από λόγια προσδοκιών…

Και, μετά, κατά την αέναη αναμονή τής υλοποίησής τους,

κρεμασμένη ακόμη,

κοιτώντας το κρύσταλλο των καθρεφτών,

το είδα -το καημένο το κρύσταλλο- τίγκα στις ρυτίδες,

με αμέτρητες τσακίσεις,

όπως το ίδιο συνέβαινε και με την προσδοκία…

Είχε κι αυτή γεράσει, ξαφνικά, χωρίς ν’ ανθήσει,

για τούτο και ανόρεχτα έπιανε, τον διαβήτη,

προσπαθώντας να σχηματίσει τον δικό της πρόωρο κύκλο,

σαν αυτός ο κύκλος να ήταν μόνο μια στιγμή, μια τελεία,

χωρίς διάμετρο, χωρίς ακτίνα…

(Μάλιστα, η προσδοκία, κάποτε, σκέφθηκε να βάλει αγγελία ειδοποίησης εξαφάνισης:

χάθηκε ακτίνα και διάμετρος,

όποιος γνωρίζει κάτι, ας ενημερώσει τον κύκλο-τελεία)!…

 

Τα πεντάγραμμα ξέρουν πως ό,τι, πραγματικά, εννοείται, δεν φαίνεται…

Κι ό, τι φαίνεται μπορεί να μην προέρχεται από το ΕΙΝΑΙ…

Γιατί πάνω τους ισορροπούν

τα πιο ανισόρροπα, παράτολμα, ριψοκίνδυνα αισθήματα…

Σαν ένα quinteto ορχήστρας, που σκορπά τις μελωδίες του,

ισορροπώντας, παράλληλα, σε μια σανίδα,

στερεωμένη στη μυτερή, κοφτερή σαν λεπίδι, κορφή ενός βράχου

κι ενώ, από κάτω του, σκάνε αδηφάγα φονικά κύματα,

συνεχίζει να γεμίζει γαλήνιες νότες τον αέρα,

σαν να μην το αφορά το θέμα,

σαν η εκτέλεση του έργου να είναι πιο επικίνδυνη απ’ οτιδήποτε άλλο,

σαν να στέκεται στο πιο καλογυαλισμένο παρκέ ενός σαλονιού…

 

Ρευστός,

αιμάτινος,

πάντα άλικος,

-και οι νότες φλογάτες πρέπει να αποτυπώνονται-

ο πόνος, παθιασμένος, ποθεινός,

παίρνει κρυσταλλικές αποχρώσεις,

σε όλα τα βαθειά, ζεστά χρώματα,

σταλάζοντας το ΕΙΝΑΙ του,

μέσω της θαυμαστής μελωδικής συμπύκνωσης,

-από άυλη σε υγρή κατάσταση-

για ν’ αποκτήσει ΄Υπαρξη

και να μην κυκλοφορεί

μυστικά, αθόρυβα, φοβισμένα,

στα αυθεντικά, αιμάτινα, διάφανα, αρτηριακά μονοπάτια,

σαν τα φαντάσματα των απραγματοποίητων προσδοκιών,

που παλεύουν μέσα στα πέλαγα

μιας, άλλοτε, αποτελειωτικής

και, άλλοτε, σωτήριας, εσώψυχης καταιγίδας…