Στέλιος Πέτσας, βουλευτής ΝΔ Α΄ Ανατολικής Αττικής, τ. Αν. Υπουργός Εσωτερικών
Τις ώρες που γράφονταν αυτές οι γραμμές, στη Βουλή των Ελλήνων συζητούσαμε το νομοσχέδιο του Υπουργείου Κλιματικής Κρίσης και Πολιτικής Προστασίας για την «Ιδιωτική Ασφάλιση έναντι Φυσικών Καταστροφών, Κρατική Αρωγή και Προστασία, Στεγαστική Συνδρομή και άλλες διατάξεις». Πρόκειται για το δεύτερο βήμα από την Κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη προκειμένου να ενισχυθεί η ασφαλιστική κουλτούρα στη χώρα μας και να μειωθεί η αβεβαιότητα για όσες επιχειρήσεις (με τζίρο πάνω από 2 εκατομμύρια ευρώ) μπορεί να πληγούν από φυσικές καταστροφές. Το πρώτο είχε γίνει με το άρθρο 44 του ν. 5045/2023 με το οποίο εισήχθη για πρώτη φορά η μείωση κατά 10% του ΕΝΦΙΑ για τις κατοικίες που ασφαλίζονται για σεισμό, πυρκαγιά και πλημμύρες. Πρόκειται ασφαλώς για δύο απαραίτητα βήματα, καθώς η χώρα μας, λόγω της κλιματικής αλλαγής και της κρίσης που αυτή προκαλεί, πληρώνει βαρύ δημοσιονομικό κόστος κάθε χρόνο για την αποκατάσταση ζημιών από φυσικές καταστροφές, ενώ και τα νοικοκυριά, οι επιχειρήσεις, οι αγρότες και οι κτηνοτρόφοι μας, καταβάλλουν υψηλό τίμημα και προσωπική αγωνία για να ξανασταθούν στα πόδια τους.
Τα δύο αυτά βήματα είναι απολύτως απαραίτητα.
Όμως, η κλιματική κρίση επιβάλλει να κάνουμε άλματα!
Για τον λόγο αυτό έχω καταθέσει στο δημόσιο διάλογο, στη Βουλή, σε συνέδρια, στα μέσα ενημέρωσης, την πρόταση να θεσπιστεί η καθολική ασφάλιση έναντι κινδύνων από φυσικές καταστροφές. Η υιοθέτηση της πρότασης μου θα απέφερε «τριπλό μέρισμα»: πρώτον, θα μείωνε το ασφάλιστρο, ενδεχομένως και πάνω από 30% έναντι του σημερινού, δεύτερον, θα οδηγούσε σε άλμα των διαθεσίμων των ασφαλιστικών εταιρειών που θα μπορούσαν με την κατάλληλη νομοθέτηση να επενδύονται στο μεγαλύτερο μέρος τους στο εσωτερικό της χώρας, πάντα υπό την Εποπτεία της Τράπεζας της Ελλάδος, και, τρίτον, θα απελευθέρωνε δημοσιονομικούς πόρους για αναπτυξιακές επενδύσεις και μεταβιβαστικές πληρωμές κοινωνικής συνοχής. Σημειώνεται ότι μόνο από την καταστροφή που προκάλεσε η καταιγίδα “Daniel” πέρυσι τον Σεπτέμβριο, οι αποζημιώσεις από το Κράτος θα ξεπεράσουν τα 3,5 δις ευρώ, ποσό που προστίθεται στο 1,5 δις ευρώ περίπου που έχει καταβληθεί τα τελευταία χρόνια για αποζημιώσεις/αποκαταστάσεις για φυσικές καταστροφές, από τον «Ιανό» και τις πυρκαγιές στην Αττική και τη Βόρεια Εύβοια, μέχρι τους σεισμούς στη Σάμο, τον Τύρναβο και το Αρκαλοχώρι.
Σήμερα, σύμφωνα με τα στοιχεία της Ένωσης Ασφαλιστικών Εταιρειών Ελλάδας (ΕΑΕΕ), είναι ασφαλισμένο μόλις το 16% περίπου των κατοικιών – τα περισσότερα μάλιστα είναι σπίτια που αγοράστηκαν με στεγαστικά δάνεια τη δεκαετία του 2000, στα χρόνια δηλαδή της έκρηξης της αγοράς κατοικίας. Οι ασφαλιστικές εταιρείες αντασφαλίζουν αυτή την έκθεσή τους σε ασφαλιστικό κίνδυνο για ένα ποσό που αγγίζει τα 9 δις ευρώ περίπου. Γίνεται συνεπώς αντιληπτό, ότι μια καθολική ασφαλιστική κάλυψη για όλες τις κατοικίες, επιχειρηματικές εγκαταστάσεις, βιομηχανικές μονάδες και κτηνοτροφικές και αγροτικές εκμεταλλεύσεις θα ήταν πολλαπλάσιας αξίας. Αυτό αντικατοπτρίζει τον τεράστιο δημοσιονομικό κίνδυνο για τον Κρατικό Προϋπολογισμό, αλλά και το τεράστιο κόστος που πρέπει να αναληφθεί από τους ίδιους τους φορολογουμένους από ένα μεγάλο καταστροφικό γεγονός (π.χ. σεισμό). Το θέμα είναι ότι οι φορολογούμενοι θα πληρώσουν κάποτε, είτε άμεσα, είτε έμμεσα μέσω του Κρατικού Προϋπολογισμού, χωρίς να έχουν προετοιμαστεί/αποταμιεύσει για αυτό.
Αντίθετα, η καθολική ασφάλιση θα κατανείμει πιο ορθολογικά το βάρος στους φορολογούμενους στην Επικράτεια, χωρίς να τους αιφνιδιάζει. Και αυτό γιατί δεν γνωρίζουμε πότε και πού, αλλά σίγουρα σε βάθος χρόνου κάπου στη χώρα μας θα συμβεί μια φυσική καταστροφή που θα απαιτήσει αποζημιώσεις στους πληγέντες και αποκατάσταση των υποδομών. Και αυτό το γνωρίζουμε καλά εμείς στην Ανατολική Αττική, καθώς όλοι έχουμε βιώματα π.χ. από τις καταστροφικές πυρκαγιές του 2021 στους Δήμους Αχαρνών, Διονύσου και Ωρωπού, είτε από τις αντίστοιχες του 2022 σε Ντράφι και Διώνη, του 2023 στη Σαρωνίδα και στο Λαγονήσι και του 2024 στο Κίτσι. Και όλοι αντιλαμβανόμαστε ότι λόγω της κλιματικής κρίσης τα φαινόμενα θα είναι πιο συχνά και πιο έντονα στο μέλλον.
Ναι, αλλά θα αναρωτηθεί κάποιος καλόπιστα, θα μπορούν να σηκώσουν αυτό το πρόσθετο κόστος οι οικογενειακοί προϋπολογισμοί; Ή η υποχρέωση για καθολική ασφάλιση έναντι φυσικών καταστροφών θα εκληφθεί ως ακόμη ένα έξτρα δυσβάσταχτο «χαράτσι»; Είναι εύλογο πολιτικό και κοινωνικό ερώτημα που απαιτεί πειστική απάντηση.
Ας πάρουμε για παράδειγμα τις κατοικίες. Σύμφωνα με υπολογισμούς της ΕΑΕΕ, μια κατοικία 100 τ.μ. θα μπορούσε να ασφαλιστεί σήμερα με κόστος περίπου 12€ το μήνα, δηλαδή 144€ το χρόνο. Σύμφωνα με τα στοιχεία της Απογραφής Κατοικιών της ΕΛΣΤΑΤ (2021) τα 3 από τα 4 νοικοκυριά της χώρας διαμένουν σε σπίτια μέχρι 100 τ.μ. Άρα, το κόστος είναι διαχειρίσιμο, για τη συντριπτική πλειοψηφία των συμπολιτών μας, αρκεί όμως το Κράτος να συμβάλλει και αυτό για εκείνους που δυσκολεύονται να τα βγάλουν πέρα. Θα μπορούσε αυτή η συμβολή να έχει ενδεικτικά τις εξής μορφές: (α) Μείωση του αναλογούντα ΕΝΦΙΑ μέχρι εξαλείψεως του κόστους της ασφάλισης για τα πιο «ευάλωτα» νοικοκυριά και μέχρι ενός κλιμακούμενου ποσοστού για τα υπόλοιπα, ή (β) με έκπτωση από τον ετήσιο προσδιορισμό φόρου που θα μπορούσε να καταλήγει και σε επιστροφή φόρου για τα «ευάλωτα» νοικοκυριά. Το δημοσιονομικό κόστος θα είναι υποπολλαπλάσιο από όσο κοστίζει η καταβολή αποζημιώσεων από το Κράτος σε νοικοκυριά και επιχειρήσεις, ενώ θα μπορεί να διατεθεί και σημαντικό κονδύλι που απελευθερώνεται για την ενίσχυση των υποδομών μας ώστε να μετριαστούν (mitigation) οι επιπτώσεις της κλιματικής κρίσης.
Λύσεις με καλή πίστη και τεκμηριωμένο διάλογο μπορεί να βρεθούν ώστε να απομονωθούν οι φωνές του λαϊκισμού που δεν θέλουν να αλλάξει τίποτε. Μια πεπατημένη, δηλαδή, που καταλήγει σε απελπισμένους ανθρώπους να περιμένουν την κρατική αρωγή, η οποία θα χρειάζεται να κινητοποιείται πιο συχνά και πιο έντονα για αποζημιώσεις που δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι θα μπορούν να αποζημιώσουν στο ακέραιο τους πολίτες που θέλουν να κάνουν ένα γρήγορο νέο ξεκίνημα μετά από μια φυσική καταστροφή. Έχουμε υποχρέωση να μειώσουμε την αβεβαιότητα και να ενισχύσουμε το αίσθημα ασφάλειας των πολιτών. Ας τολμήσουμε λοιπόν!