22.5.2016
της Σοφίας Μπασκάκη
Η πολύ καλή φίλη και συνάδελφος δημοσιογράφος Δώρα Δέδε, έχασε πρόσφατα την μητέρα της… το στήριγμα και την ζεστή αγκαλιά που όλο αγάπη γέμιζε τη ζωή της…
Δεν κατάφερα να είμαι δίπλα στη Δώρα αυτές τις δύσκολες ώρες, στιγμές, αιώνες… Νιώθω όμως τον πόνο της και μέσα από λίγες αράδες αποτυπωμένες στο χαρτί προσπαθώ να της εκφράσω τη θλίψη και τη συμπαράσταση μου.
Είναι μεγάλο το κενό που αφήνει η απώλεια ενός αγαπημένου προσώπου, ιδιαίτερα όταν τα μάτια που κλείνεις είναι της μάνας σου… Είναι μεγάλη η μελαγχολία όταν κοιτάς την θέση που άδειασε στο τραπέζι… Είναι βαρύς ο πόνος όταν ψάχνεις να βρεις το βλέμμα, να αγγίξεις το χέρι που αγάπησες , αλλά μάταια ψαχουλεύεις… δεν είναι πουθενά…
Μάνα… μια λέξη που θα ψελλίζουμε συνεχώς μέχρι την τελευταία μας πνοή… Μάνα… ένα πρόσωπο ιερό, σημείο αναφοράς σε κάθε μας βήμα… Ένας ομφάλιος λώρος που δεν κόβεται με τη γέννηση, ούτε με το θάνατο.
Το πρώτο σ΄αγαπώ που νιώθεις μόλις η ψυχή σου επιλέγει τη μήτρα που θα σε αναστήσει…
Η πρώτη τρυφερή αγκαλιά που θα γίνει το απάνεμο λιμάνι σου…
Το πρώτο χέρι που θα σε κρατήσει στα πόδια σου και θα σε κρατά γερά σε κάθε παραστράτημα, έτοιμο να σε σηκώσει πριν ακόμα πέσεις…
Το μόνο πρόσωπο που αποτυπώνει το δικό σου…
Καλό παράδεισο μαμά – Νούλα, καλό κουράγιο Δώρα μου… Μπορεί να έφυγε η μανούλα σου, η σκέψη σου όμως θα την κρατά πάντα δίπλα σου…
Με συγκίνησε το γράμμα που από καρδιάς έγραψες για εκείνη και το παραθέτω ως φόρο τιμής στη γυναίκα που σε γέννησε και τόσο πολύ αγάπησες…
ΓΡΑΜΜΑ ΑΝΕΠΙΔΟΤΟ
Η Ρόζα ξεκίνησε τη ζωή της, σε μια φτωχική, πολυμελή οικογένεια, με σπάνιο ”φαινόμενο”, για εκείνα τα χρόνια, να έχει πατέρα ιταλικής καταγωγής, ο οποίος, μάλιστα, ενώ ήρθε για γεωπονικές σπουδές, στη χώρα μας, δεν άργησε να δει τη μητέρα της & να την κλέψει από τους γονείς της – γιατί η γιαγιά μας, μόλις 15 ετών και εκείνοι δεν συζήταγαν για γάμο, άλλο πόσο με αλλοδαπό! Είναι απορίας άξιο, πώς αυτό το ζευγάρι συνεννοήθηκε, με τα εντελώς σπασμένα & στοιχειώδη ελληνικά του πατέρα της & τα ανύπαρκτα ιταλικά της μητέρας της… Κι όμως, έφτιαξαν μια θαυμαστή οικογένεια, με γερές αρχές, παρά την Κατοχή και τις πολλές απώλειες των μελών της…
Παρά τρίχα και η μαμά να μη ζούσε, το στερνοπούλι, από τα εναπομείναντα 5 αδέρφια…Θα ήταν περίπου τεσσάρων, όταν, έξω από την Ιερά Ελιά, στο σπίτι τους, έσκαγαν οι βόμβες και οι Ναζί έκαναν έφοδο στα σπίτια, αφήνοντας πίσω τους μόνο πτώματα. Η ίδια, μόνη στο σπίτι, κρύφτηκε πίσω από την πόρτα κι έκανε την προσευχή της! Ως δια θαύματος σώθηκε! Από τα μικράτα της, με βαθειά πίστη! Όπως κι άλλη μια φορά, που μικρό παιδάκι περίμενε τον παγωτατζή, με τα λεφτά του παγωτού στο χέρι & από τη βιάση της να τον προλάβει, παραλίγο να την πατήσει αυτοκίνητο· μέρα που έβγαλε και τη χρυσή!
Γλύτωσε, για να ‘’φτιάξει’’ εμάς… Ισως, να ήταν μεγάλος της πόθος να φτιάξει οικογένεια… Όπως ονειρευόταν μια υγιή οικογένεια… Γι’ αυτό και ο πατέρας μας, ως στρατιωτικός, ενώ έπρεπε να λείπει σε άπειρες μεταθέσεις, ήξερε ότι αφήνει πίσω το alter ego του, ως προς τη διαπαιδαγώγηση των παιδιών του! Ηξερε πως είχε φτιάξει με τα χέρια τού …χαρακτήρα της ανθρώπους, όπως θα ήθελε, ιδεατά, να είναι οι φίλοι της, οι έμπιστοί της…
Παρελάσεις, βραβεύσεις, ωδεία, φροντιστήρια, κατηχητικά, αλλά και ανεμοβλογιές ντάλα Αύγουστο, πάντα, στρατιωτίνα στην υπηρεσία των αναγκών μας, πανταχού παρούσα!… Κι ενώ κοσμική κοκέτα, καλλονή, η ίδια της εποχής της, στα νιάτα της, με εμπορικό ταλέντο, δεν το σκέφθηκε καθόλου ν’ αφιερωθεί, από την πρώτη στιγμή, στην οικογένειά της, σχεδόν να μονάσει παρέα μας… Αποδείχθηκε πιο καλλονή εσωτερικά!…
Αλλά δεν ήμασταν μόνον εμείς η έννοια της! Ανά διαστήματα, είχε φροντίσει πολλούς συγγενείς … Η ίδια, η Νούλα – εκ του…μανούλα – δεν είχε ανάγκη φιλενάδων, αφού η καλύτερη φίλη της ήταν η μητέρα της, με την οποία ζούσαμε, μαζί, όλη μας τη ζωή… Ετσι κι εμείς δεν χρειαζόμασταν ψευτοφιλίες, αφού είχαμε τις καλύτερες και πιο έμπιστες συμβουλάτορες της ζωής μας, διαρκώς και αδιαλείπτως, δίπλα μας… Ζούσαν και ανέπνεαν, μαμά και γιαγιά, για εμάς… Τόσο, που τώρα, που λείπει, ιδίως η μαμά, είναι σαν λιγόστεψε το οξυγόνο μας…
Ποτέ δεν ήθελε να ενοχλεί ούτε ξένους, ούτε γείτονες, ούτε δικούς… Είχε, πάντα, έννοια της ”τι θα πει ο κόσμος”… Οχι αρρωστημένα, αλλά δίνοντάς μας την αίσθηση ότι ήθελε να μη χάνουμε το μέτρο… Οπως και ήθελε να είμαστε πρώτοι στις υποχρεώσεις μας…
Στενοχωριόταν, αφάνταστα, όταν άκουγε πως κάποιος αποχαιρετούσε αυτόν τον κόσμο… Ιδίως, όταν ήταν νεότερός της, σαν να σκίαζε τη σκέψη της η φράση: ‘’Τι θα λέει ο κόσμος, να φεύγουν νέοι & να μένουμε εμείς;’’… Σαν να ντρεπόταν… Αλλά το σίγουρο ήταν ότι αγαπούσε τη ζωή και, ίσως, να πρόσμενε και κάποια χαρά, που ποτέ δεν ήρθε… Κάποιος πόνος να καταπραϋνθεί, που ποτέ δεν συνέβη… Μια ευχάριστη έκπληξη, με την οποία δεν συναντήθηκε, τα τελευταία 8 χρόνια…
Πάντα, παρούσα στο σπίτι… Γι’ αυτό, μας απάλλασσε από κάτι, που σιχαινόμασταν, το να χρησιμοποιούμε κλειδιά…Γιατί να έχουμε κλειδιά, αφού είχαμε τον καλύτερο φύλακα στο σπίτι; Πώς να ξεπεράσεις τις συνήθειες μιας ζωής; Τις ημέρες, κατά τις οποίες νοσηλευόταν στο νοσοκομείο, ήταν πολύ φυσικό… Μείναμε έξω από το σπίτι… Κι ένα περίεργο πράγμα, εδώ και 34 νύχτες κοιμόμαστε, πάντα, με την ελπίδα, ότι, το πρωί, δεν θα χρειαστεί να … κουβαλάμε κλειδιά μαζί μας… Αχ, αυτά τα κλειδιά!… Τώρα, που τα χρειαζόμαστε, χάθηκε η κλειδαριά της καρδιάς μας…
Τι ήταν, τελικά, η ζωή της; Άπειρη αγάπη, πλεγμένη σε … πουλόβερ και φορέματα, που η τελειομανία και η προκοπή της την έκαναν, αν & πονούσε αφόρητα, εκείνη να συνεχίζει ακάματη… Υπερνόστιμα μαγειρεμένα φαγητά, στα οποία, ούτε οι καλύτεροι σεφ, δεν μπορούσαν να παραβγούν. Μοίρασμα των ασθενειών μας με τη φροντίδα της, σαν να συν-νοσούσε… Εναποθέταμε πάνω της τις αγωνίες, τις διαδρομές μας, τα γέλια, τα νεύρα μας, τις απορίες μας… Και δεν απογοήτευε, είχε λύσεις για όλα… Με έναν απλό και μαγικό τρόπο… Είχε την ευφυΐα και τη φαντασία να δίνει λύση σε ό,τι μας απασχολούσε… Περπατήσαμε μαζί της σε δρόμους, με περισσότερες περιπέτειες & λύπες, παρά χαρές… Γι’ αυτό και την εκτιμήσαμε τρελά, γιατί ήταν για ειδικές αποστολές! Δεν επτοείτο εύκολα!
Ξέρουμε… Η μεγαλύτερη λύπη ήταν, όταν άρχισες να εγκλωβίζεσαι… Οχι στους τοίχους του σπιτιού, αλλά ανάμεσα στα τείχη των πόνων… Ευτυχώς, που ήσουν άνθρωπος του σπιτιού & το προσπέρασες κι αυτό το δράμα!… Το σπίτι έγινε η περιπέτειά σου, που έλεγε και η αγαπημένη Μαλβίνα… Ποιος να φανταστεί ότι δεν είχες δει το φως του ήλιου, τα τελευταία 8 χρόνια, παρά μόνο για γιατρούς & χειρουργεία;… Και ότι τα πόδια, που πέταγαν, σε καθημερινές διαδρομές Κυψέλη – Αιγάλεω & σάρωναν τα βραβεία στους χορούς, θα έμεναν ακινητοποιημένα… Το βράδυ επεκαλείσο όλους τους αγίους, για να σου ελαφρύνουν τους πόνους… Και κάθε βράδυ γινόταν το ίδιο… Και, παρ’ όλα αυτά, ακόμη & κουτσή ήσουν η βασίλισσα του φτωχικού σου βασιλείου, ως την τελευταία ώρα, αφού η μόνη σου αγωνία ήταν, ποτέ, να μην ενοχλείς κανέναν &, πάντα, να αισθάνεσαι χρήσιμη και όλα να είναι στην εντέλεια!
Και μόνο που κοιτάγαμε, από τον δρόμο, το αναμμένο φως στο σαλόνι, κάθε φορά, που επιστρέφαμε απέξω και ξέραμε ότι υπήρχες εκεί, περιμένοντας να σου διηγηθούμε πώς περάσαμε σαν να έβγαινες κι εσύ μαζί μας, πάντα, μας καλοτυχίζαμε γι’ αυτό… Και για τ’ ότι μας περίμενες, πάντα, να μας ανοίξεις την πόρτα και να μας εξιστορήσεις κι εσύ, κάθε φορά, πώς κουτσαίνοντας και στηριζόμενη στα έπιπλα, δεν καθόσουν καθόλου επαναπαυμένη, εξ ου κι όταν γυρίζαμε, όλα τα βλέπαμε να λάμπουν και να είναι στη θέση τους! Ημασταν ο έξω κόσμος σου κι ήσουν ο μέσα μας…
Ήσουν απ’ τις σπάνιες περιπτώσεις, που γεννιούνται, για να γίνουν ‘’επιστήμονες οικογενειάρχες’’!… Ησουν το σημείο αναφοράς μας για ό,τι γινόταν και ο άξονάς μας, γύρω απ’ τον οποίο περιστρεφόταν ο κόσμος μας κι εμείς οι ίδιοι… Και τώρα, όπως είναι φυσικό, βρισκόμαστε να περιφερόμαστε στο χάος… Χάσαμε τον άξονά μας… Ή, μάλλον, την κεντρομόλο μας…
Τώρα… Αυτό, που μας τρελαίνει είναι ότι, μετά από 14 χρόνια, που είχαμε το ψωρόδεντρο – όπως έλεγες – την μπουκαμβίλια μας και δεν είχε φιλοτιμηθεί να βγάλει ένα λουλουδάκι, φέτος είναι γεμάτη!
Τώρα… Όπως είναι φυσικό, αφού δεν είχαμε χωρίσει εμείς οι τρεις μας, παρά σε όλη μας τη ζωή, ούτε 4-5 μήνες συνολικά, η κενότητα, η αδειοσύνη, πίσω σου, είναι ό,τι πιο ασύλληπτο κι αθεράπευτο! Είναι μέγιστη αλήθεια πως ο θάνατος σε συγκλονίζει, πρώτα, με την παρουσία του και μετά την απουσία των δικών σου ανθρώπων!…
Μετά από περίπου 52 χρόνια ζωής σ’ ένα δρόμο, εδώ ήθελες να πεθάνεις & τα κατάφερες… Σ’ αυτό ήσουν τυχερή… Οπως και στο ότι, τώρα, πια, είστε πιο πολλοί οι από ‘κει, ενώ οι απ’ εδώ μένουμε μόνο κάποιες σταγόνες…
Το αστείο είναι πως έχουμε, τριγύρω μας, πράγματά σου – άλλωστε, όλο το σπίτι δικό σου δημιούργημα! – πάνω στα οποία ψάχνουμε να σε βρούμε ‘’ζωντανή’’, ιδίως, στα πιο πρόσφατα αγγιγμένα από σένα πράγματα… Κι ενώ ξέρουμε πως σε κουβαλάμε μέσα μας, σε όλες σου τι μορφές… Η φωνή και η συμβουλή θα μας λείπουν πιο πολύ απ’ όλα σου… Και, κυρίως, το γέλιο σου, για το οποίο έλεγες: ”Ρε παιδιά, ξέχασα πώς είναι να γελάς”, ή ”ακούω τον κόσμο να γελάει και χαίρομαι”!…
Πράγματι, οι τρεις μας μια … αδιάσπαστη – νομίζαμε – γήινη τριάδα… Φτάναμε και περισσεύαμε ο ένας για τους άλλους… Κομμένοι & ραμμένοι ο ένας για τους άλλους… Ανεχόμασταν, μαλώναμε, λατρεύαμε καθένας τους άλλους δύο… Ωσπου ήρθε η διάσπαση… Και χάνουμε το νόημα στα πράγματα, στις κινήσεις μας, στο κάθε τι, αφού σε όλα περιμέναμε την κριτική σου, επιβράβευση ή καταπέλτη…
Έφυγε η ζωή της ζωής μας… Το πιο γερό – κουτσό μας στήριγμα. Τουλάχιστον, το να μη πονάς, πια, είναι το μόνο που μας παρηγορεί… Λυπούμαστε, που μας έδωσες μόνο θετικά και δεν μπορέσαμε, ποτέ, να στ’ ανταποδώσουμε! Σ’ ευχαριστούμε για ΟΛΑ! Που μόνο ο Θεός ξέρει πόσο πολλά ήταν…
Τα παιδιά σου…