Συνέντευξη του Προέδρου της Βουλής κ. Νικολάου Βούτση στην εφημερίδα «Επένδυση» 

30.1.2016

Συνέντευξη στην εφημερίδα «Επένδυση» και τον δημοσιογράφο Ανδρέα Παπαδόπουλο, παραχώρησε σήμερα, ο Πρόεδρος της Βουλής κ. Νικόλας Βούτσης.

Ο κ. Ν. Βούτσης, μιλώντας για τις κοινωνικές αντιδράσεις, αναφέρεται, «στην  επιμονή ενός ιδιότυπου λαϊκισμού που θέλει την αδρανειακή συνέχιση ενός καθεστώτος φοροαπαλλαγής και φοροδιαφυγής» και συμπληρώνει: «το μεγάλο πλήθος όσων αισθάνονται ότι αδικούνται από τις σημερινές προτάσεις της Κυβέρνησης και έχουν υποστεί σοβαρά πλήγματα στο πρόσφατο παρελθόν μέσα στην κρίση από άλλες πολιτικές, θα μπορέσει μέσα στο μαζικό κίνημα να επιδράσει θετικά ώστε η Κυβέρνηση να διατυπώσει μια ατζέντα αλλαγών και προτάσεων που θα ξεχωρίζουν την ήρα από το στάρι και θα οδηγούν σε μια πραγματική αναδιανομή εισοδημάτων και επιβαρύνσεων. τον εκλογικό νόμο.

Για την κυβερνητική πλειοψηφία, επισημαίνει: «Η σημερινή πλειοψηφία είναι συνεκτική. Ενδεχομένως να αποδειχθεί και συμπαγής, αλλά κάτι τέτοιο θα κριθεί μέσα στην τετραετία. Αυτή η κατάσταση που έχει διαμορφωθεί δημόσια, μέσα από τη συναίνεση και τη συναντίληψη πάνω στον οδικό χάρτη των επιλογών του πρώτου εξαμήνου της διακυβέρνησης, δίνει μια αίσθηση εμπιστοσύνης και αυτοπεποίθησης, την οποία όλοι αντιλήφθηκαν, ακόμα και στην πρόσφατη προ ημερησίας διάταξης συζήτηση των πολιτικών αρχηγών στη Βουλή».

Για την αδειοδότηση των καναλιών, υπογραμμίζει: «Έχουμε όμως όλοι την ευθύνη να αποσαφηνίσουμε το περιβάλλον μέσα στο οποίο θα δοθούν οι νέες άδειες, ώστε να σηματοδοτηθεί μια νέα, επιτέλους υγιής, εποχή για τα ηλεκτρονικά media στη χώρα μας. Γι’ αυτό θα συνεχίσουμε, πέραν των παρεμβάσεων της Βουλής, όποτε αυτές θα χρειάζονται, μια συνετή και σταθερή προσπάθεια, με συζητήσεις άμεσα στη Διάσκεψη των Προέδρων, ώστε να διαμορφωθεί αυτό που θέλει ο συνταγματικός νομοθέτης, δηλαδή μια ευρύτατη συναίνεση για την επιλογή των μελών του ΕΣΡ».

Για τις σχέσεις του ΣΥΡΙΖΑ με την Κεντροαριστερά, τονίζει:
«Δεν υπάρχει πεδίο για επανασύσταση ενός ιδιαίτερου πόλου της κεντροαριστεράς, γιατί το βάρος -από τη σύμπλευση σε ευρωπαϊκή κλίμακα και από την ταύτιση σε ελληνική κλίμακα- των κομμάτων που την εξέφραζαν στην Ελλάδα είναι δυσβάσταχτο και έχει πολιτικά κλείσει τον κύκλο του».

Στη συνέντευξή του  ο Πρόεδρος της Βουλής αναφέρεται μεταξύ άλλων και στις Κοινοβουλευτικές Διαδικασίες μετά τις εκλογές του Σεπτεμβρίου και στα σενάρια πρόωρων εκλογών.

Ολόκληρο το κείμενο της συνέντευξης έχει ως εξής:

Δημοσιογράφος: Κύριε Πρόεδρε, μετά τις εκλογές του Σεπτεμβρίου έχει αλλάξει εντελώς το κλίμα εντός του Κοινοβουλίου. Και αυτό το πιστώνεστε προσωπικά. Ωστόσο, αρκεί αυτό ή θα πρέπει να υπάρξουν και άλλες αλλαγές, όπως για παράδειγμα να σταματήσει το γαϊτανάκι των τελευταίων ετών με τις ΠΝΠ;

Πρόεδρος της Βουλής: «Όχι μόνο οι ΠΝΠ, αλλά και οι επείγουσες και κατεπείγουσες διαδικασίες σε ορισμένα νομοσχέδια, όπως επίσης και η απουσία ενός αριθμού υπουργών από την υποχρέωση των απαντήσεων στον Κοινοβουλευτικό Έλεγχο είναι “αμαρτίες” που χρεώνεται η εκάστοτε κυβέρνηση, αλλά βεβαίως τις χρεώνεται και η Βουλή όταν συνομολογεί σε αυτές τις διαδικασίες. Είναι σαφές ότι οι δανειακές συμβάσεις-μνημόνια και οι υποχρεώσεις για νομοθέτηση, στη βάση και των δεσμεύσεων που αυτές εμπεριέχουν, οδηγούν σε μια “μη κανονικότητα” την ίδια τη διαδικασία της Βουλής. Παρ’ όλα αυτά, έχει αποδειχθεί ότι γίνονται πολύ ουσιαστικές συζητήσεις στις Επιτροπές αλλά και στην Ολομέλεια. Ποιο είναι λοιπόν το πρόβλημα; Η απάντηση είναι σαφής. Το πρόβλημα είναι ότι δεν υπάρχει, αφενός, επαρκής χρόνος για την προετοιμασία των βουλευτών και των συνεργατών τους αλλά και των κοινοβουλευτικών ομάδων, έτσι ώστε να γίνεται μια ακόμα πιο ουσιαστική συζήτηση των νομοσχεδίων και, αφετέρου, υπάρχει μια αρνητική δέσμευση στο να ψηφίζονται εν συνόλω κάποια νομοθετήματα, χωρίς δηλαδή τη δυνατότητα πολύ ουσιαστικών αλλαγών ή και τεμαχισμού της ύλης τους. Αυτές οι παθογένειες αδυνατίζουν οπωσδήποτε τη νομοθετική λειτουργία. Πιστεύω όμως ότι το ζήτημα έχει συνειδητοποιηθεί και από την ίδια την Κυβέρνηση που κάνει κάθε προσπάθεια ώστε να υπάρχει κανονική διαδικασία για το μεγαλύτερο μέρος της ύλης που εισηγούνται οι υπουργοί για νομοθέτηση».

Δημ: Αν οι εταίροι πιέσουν ασφυκτικά σε σχέση με το ασφαλιστικό και τη φορολογία των αγροτών, η γνώμη σας είναι ότι θα πρέπει η κυβέρνηση να σκεφτεί ακόμα και την προσφυγή στις κάλπες, διότι είδαμε να επανέρχονται στον τύπο σενάρια πρόωρων εκλογών. Ή, έστω, να τεθούν οι προτάσεις στην κρίση των πολιτών μέσω δημοψηφίσματος;

ΠτΒ: «Οι εκλογές γίνανε πρόσφατα και για πρώτη φορά ήταν πάνω στο τραπέζι όλες οι δεσμεύσεις που ενυπάρχουν στη δανειακή συμφωνία, καθώς και το προσδοκώμενο χρονοδιάγραμμα για τη συζήτηση κρίσιμων ζητημάτων, όπως το χρέος και ο οδικός χάρτης για να υπερβούμε τη σημερινή κατάσταση στη διάρκεια αυτής της βουλευτικής περιόδου. Η Κυβέρνηση έκανε τις προγραμματικές της δηλώσεις όπου, πέραν των υποχρεώσεων της δανειακής σύμβασης, υπάρχουν σοβαρές προγραμματικές δεσμεύσεις για μεγάλα κοινωνικά, διοικητικά και οικονομικά ζητήματα. Η “χημεία” κι η ισορροπία ανάμεσα αφ’ ενός στις προθέσεις και τις διακηρύξεις κι αφ’ ετέρου στις προτάσεις προς εφαρμογή δίνουν κάθε στιγμή σημαντικά κομμάτια από το κάδρο της ελληνικής οικονομίας κι όχι μόνο, στην πορεία για τη διέξοδο από την κρίση. Αν δεν ολοκληρωθεί αυτό το κάδρο κι αν δεν υπάρξει με σαφήνεια η κατάθεση και υλοποίηση του αναπτυξιακού προγράμματος για την παραγωγική ανασυγκρότηση, θα ήταν ανεύθυνη οποιαδήποτε επιλογή για μια εκ νέου προσφυγή στις κάλπες».

Δημ: Πόσο σας προβληματίζουν ή και σας ανησυχούν οι κοινωνικές αντιδράσεις, οι οποίες συνεχώς διευρύνονται; Συμφωνείτε με κάποια κυβερνητικά στελέχη που λένε ότι είναι υποκινούμενες;

ΠτΒ: «Αλίμονο αν η κοινωνία παρακολουθούσε βουβή την εφαρμογή οποιασδήποτε πολιτικής, όταν μάλιστα οι ίδιοι οι θιασώτες των ακραίων και αντικοινωνικών πολιτικών που επιβλήθηκαν μιλάνε τώρα διεθνώς  για λάθος συνταγή, λάθος φάρμακο, λάθος επιλογές… Αυτό που προβληματίζει είναι η επιμονή ενός ιδιότυπου λαϊκισμού που θέλει την αδρανειακή συνέχιση ενός καθεστώτος φοροαπαλλαγής και φοροδιαφυγής. Είμαι όμως αισιόδοξος -και από εμπειρία σχεδόν σίγουρος- ότι το μεγάλο πλήθος όσων αισθάνονται ότι αδικούνται από τις σημερινές προτάσεις της Κυβέρνησης και έχουν υποστεί σοβαρά πλήγματα στο πρόσφατο παρελθόν μέσα στην κρίση από άλλες πολιτικές, θα μπορέσει μέσα στο μαζικό κίνημα να επιδράσει θετικά ώστε η Κυβέρνηση να διατυπώσει μια ατζέντα αλλαγών και προτάσεων που θα ξεχωρίζουν την ήρα από το στάρι και θα οδηγούν σε μια πραγματική αναδιανομή εισοδημάτων και επιβαρύνσεων. Αυτό είναι το στοίχημα σήμερα και είναι ακριβώς αντίθετο από τον εκτεταμένο κοινωνικό αυτοματισμό που προσπαθούσαν οι κυβερνήσεις ΝΔ-ΠΑΣΟΚ να μπολιάσουν την ελληνική κοινωνία».

Δημ: Το ζήτημα της αλλαγής του εκλογικού νόμου είναι στις προτεραιότητές σας; Ποια λογική θα πρέπει να εξυπηρετεί;

ΠτΒ: «Δεν πιστεύω ότι η Κυβέρνηση θέλει να παίξει με το θέμα του εκλογικού νόμου, όπως στο παρελθόν υπήρξαν πολλές τακτικίστικες ενέργειες με προφανείς σκοπιμότητες. Επ’ αυτού λοιπόν του ζητήματος, όπως και για όλα τα άλλα σοβαρά, έχει ξεκινήσει επί της ουσίας μια δημόσια συζήτηση, η οποία κατατείνει στη μεγαλύτερη δυνατή αναλογικότητα και στη διαμόρφωση ενός πλαισίου όπου η ψήφος όλων θα μετράει το ίδιο. Αυτή είναι η ουσία. Είναι μια επιλογή που όποτε κι αν γίνει δεν θα εγκυμονεί εκλογικούς αιφνιδιασμούς, ιδιαίτερα δε είναι μια επιλογή στον αντίποδα της πάγιας επιλογής των παραδοσιακών δυνάμεων του δικομματισμού -και ιδιαίτερα σήμερα της ΝΔ- υπέρ των πλειοψηφικών και κρυπτοπλειοψηφικών συστημάτων. Η Αριστερά υποχρεούται και σε αυτόν τον τομέα να ενθαρρύνει και να γονιμοποιήσει τον πολιτικό διάλογο, στο πλαίσιο μάλιστα της πρωτοβουλίας που θα αναληφθεί για τη συνταγματική αναθεώρηση».

Δημ: Κατά καιρούς ακούμε σενάρια διεύρυνσης της κυβερνητικής πλειοψηφίας. Αν σκεφτούμε ότι το κυβερνητικό σχήμα αριθμεί μόλις 153 βουλευτές, θα πρέπει ο ΣΥΡΙΖΑ να αναζητήσει και άλλους (κοινοβουλευτικούς) συμμάχους και αν ναι, ποιους;

ΠτΒ: «Η σημερινή πλειοψηφία είναι συνεκτική. Ενδεχομένως να αποδειχθεί και συμπαγής, αλλά κάτι τέτοιο θα κριθεί μέσα στην τετραετία. Αυτή η κατάσταση που έχει διαμορφωθεί δημόσια, μέσα από τη συναίνεση και τη συναντίληψη πάνω στον οδικό χάρτη των επιλογών του πρώτου εξαμήνου της διακυβέρνησης, δίνει μια αίσθηση εμπιστοσύνης και αυτοπεποίθησης, την οποία όλοι αντιλήφθηκαν, ακόμα και στην πρόσφατη προ ημερησίας διάταξης συζήτηση των πολιτικών αρχηγών στη Βουλή. Το ζήτημα συμμαχιών, συμπράξεων, συναινέσεων ή και απλών ανοχών μέσα στη Βουλή δεν πρέπει να αντιμετωπίζεται ούτε ως φετίχ αλλ’ ούτε ως μια δαιμονοποιημένη αρνητική διαδικασία. Είναι σαφές ότι διαμορφώνονται δύο κεντρικοί πόλοι που αφορούν στην ουσία των εφαρμοζόμενων πολιτικών. Η αντιπαράθεση ανάμεσα στις πολιτικές αυτών των δύο πόλων θα διαμορφώσει και το πεδίο έτσι ώστε άλλα κόμματα και προσωπικότητες να προσδιορίσουν τη δικιά τους ταυτότητα αλλά και επιρροή στις εξελίξεις».

Δημ: Εκ των πραγμάτων, η πολιτική που εφαρμόζει ο ΣΥΡΙΖΑ τον φέρνει πιο κοντά στην κεντροαριστερά ή ακόμα και στο κέντρο. Κατά τη γνώμη σας, αυτό θα πρέπει να εκφραστεί και με άνοιγμα σε προσωπικότητες του χώρου;

ΠτΒ: «Υπάρχει πεδίο για επιμέρους συμπτώσεις σε προγραμματικές και νομοθετικές πρωτοβουλίες, όπως έγινε πρόσφατα στη συζήτηση για το σύμφωνο συμβίωσης. Δεν υπάρχει όμως πεδίο για επανασύσταση ενός ιδιαίτερου πόλου της κεντροαριστεράς, γιατί το βάρος -από τη σύμπλευση σε ευρωπαϊκή κλίμακα και από την ταύτιση σε ελληνική κλίμακα- των κομμάτων που την εξέφραζαν στην Ελλάδα είναι δυσβάσταχτο και έχει πολιτικά κλείσει τον κύκλο του. Υπάρχει όμως πεδίο για τη διαμόρφωση σοσιαλιστικών και αριστερών σοσιαλδημοκρατικών πολιτικών συγκλίσεων στον ευρύτερο μεσαίο χώρο, που θα έχουν επαφή με τις εξελίξεις σε αντίστοιχους σχηματισμούς στην Ισπανία, την Πορτογαλία, ενδεχομένως και την Ιταλία. Αυτή η εξέλιξη προφανώς και θα ήταν ενδιαφέρουσα για τη ριζοσπαστική αριστερά, εν προκειμένω για τον ΣΥΡΙΖΑ, ανεξάρτητα από την αντιπαράθεση που γίνεται στη Βουλή».      

Δημ: Ο νόμος για την αδειοδότηση των καναλιών πώς θα προχωρήσει; Θα υπάρξουν τροποποιήσεις για να συναινέσει η αντιπολίτευση και ποιες;

ΠτΒ: «Τα κόμματα του κέντρου ακολούθησαν πειθαρχικά τη ΝΔ σε μια εξοργιστική πολιτική άρνησης και εμποδίων για τη συγκρότηση του ΕΣΡ, μετά από τρίμηνη καθυστέρηση, όπου σεβαστήκαμε τις διαδικασίες επιλογής του αρχηγού της.  Έχουμε όμως όλοι την ευθύνη να αποσαφηνίσουμε το περιβάλλον μέσα στο οποίο θα δοθούν οι νέες άδειες, ώστε να σηματοδοτηθεί μια νέα, επιτέλους υγιής, εποχή για τα ηλεκτρονικά media στη χώρα μας. Γι’ αυτό θα συνεχίσουμε, πέραν των παρεμβάσεων της Βουλής, όποτε αυτές θα χρειάζονται, μια συνετή και σταθερή προσπάθεια, με συζητήσεις άμεσα στη Διάσκεψη των Προέδρων, ώστε να διαμορφωθεί αυτό που θέλει ο συνταγματικός νομοθέτης, δηλαδή μια ευρύτατη συναίνεση για την επιλογή των μελών του ΕΣΡ. Πλέον, τα προσχήματα έχουν καταπέσει. Η ουσιαστική συζήτηση, σε όποια προβλήματα αναδεικνύονται ως υπαρκτά, έχει γίνει ήδη δύο φορές μέσα στη Βουλή και θα γίνει όσες φορές ακόμα χρειαστεί. Η Βουλή με τα όργανά της θα πρέπει να έχει την πρωτοβουλία των κινήσεων και σε ό,τι με αφορά θα κάνω κάθε τι σε αυτή την κατεύθυνση».

Δημ: Και μια πιο προσωπική ερώτηση, δεδομένου ότι έχετε σημαντική αντιδικτατορική δράση, αλλά και μακρά πορεία στην ανανεωτική και ριζοσπαστική αριστερά. Θέλω να σας ρωτήσω, κ. Πρόεδρε, αν εντέλει -με βάση τις ασκούμενες πολιτικές-νιώθετε πως έχετε «προδώσει» κάποιες από τις αρχές και τις αξίες που υπερασπίζεστε εδώ και δεκαετίες.

ΠτΒ: «Η ερώτησή σας είναι πολύ σημαντική και μου δίνει τη δυνατότητα να πω πολλά. Βρισκόμαστε εδώ και μήνες μπροστά σε πρωτόγνωρες καταστάσεις. Μπροστά σε αυτό που όλοι χαρακτηρίζαμε ως αχαρτογράφητα νερά. Και που δεν υπήρχαν προς βοήθειά μας ούτε εσωτερικές ούτε διεθνείς νόρμες ούτε πρόσφατες εμπειρίες. Μπορεί να έγιναν λάθη σε εκτιμήσεις, μπορεί να έγιναν συμβιβασμοί ή λάθος χειρισμοί, δεν αποκλείω τίποτα. Η Αριστερά επέλεξε να ηγηθεί της προσπάθειας της χώρας για να ξεφύγουμε μεσομακροπρόθεσμα από τη μέγγενη της κρίσης χρέους, αλλά και από την ανάλγητη πολιτική λιτότητας που θέλουν να εφαρμόσουν σε όλη την Ευρώπη οι συγκεκριμένες ελίτ που ακόμα έχουν το πάνω χέρι. Αναλάβαμε αυτή την ευθύνη και πάντοτε δημοκρατικά και με τη λαϊκή συναίνεση προχωρήσαμε σ’ αυτή τη δύσκολη πορεία και στην ακόμα πιο δύσκολη συμφωνία του Ιουλίου. Ο ίδιος ο Πρωθυπουργός, εκφράζοντας όλους μας, είπε σε όλους τους τόνους ότι δεν είναι το πρόγραμμά μας, δεν είναι η πρωτογενής επιλογή μας, δεν είναι η δικιά μας απάντηση στα ιστορικά διλλήματα που έχουν τεθεί στην Ευρώπη και στη χώρα μας η εφαρμογή αυτού του προγράμματος. Ταυτόχρονα όμως έχουμε επωμισθεί την υπέρβαση του προγράμματος μέσα από την εφαρμογή πολιτικών που θα οδηγήσουν σε μια γενναία αναδιανομή, σε όλα τα επίπεδα, υπέρ των κοινωνικών τάξεων που υπέφεραν όσο ποτέ άλλοτε μέσα στην κρίση.  

Θα ήταν ολέθριο και ιστορικό ατόπημα, μη αντιστρεπτό, το να παραδίδαμε τη διακυβέρνηση της χώρας σε μια μικρή μειοψηφία ολιγαρχών και στους πολιτικούς τους εκπροσώπους στην Ελλάδα και την Ευρώπη και να αποσυρόμασταν “καθαροί και άμωμοι” στην εξέδρα. Αυτό συζητήθηκε, αυτό μας ζητήθηκε και το απορρίψαμε. Μ’ αυτή την έννοια, συνειδητά απολύτως και με πλήρη αίσθηση της ιστορικής ευθύνης που αναλαμβάνουμε και ως πρόσωπα που έχουμε κληθεί να λειτουργήσουμε στο πλαίσιο συγκεκριμένων θεσμών, δίνουμε με συλλογικότητα και αλληλεγγύη μια μάχη, την οποία ελπίζουμε ότι θα κερδίσουμε στο όνομα του λαού και για τον λαό.

Η διακινδύνευση για αποτυχία υπήρχε και υπάρχει πάντα. Και η διακινδύνευση των συμβιβασμών είναι πάντοτε υπαρκτή και μερικές φορές επώδυνη. Όποιος δεν θέλει να ασχοληθεί με αυτά, μπορεί να ακολουθήσει μια συνεπή, διαφορετική κοινωνική και πολιτική δράση. Προσωπικά, το έχω κάνει για πολλά χρόνια. Είμαι υπερήφανος γι’ αυτά τα χρόνια και για τη διαδρομή μου, με μία διαφορά. Ότι τότε δεν ήταν στην κυβέρνηση δυνάμεις της Αριστεράς. Αυτή η μικρή αλλά πολύ μεγάλη διαφορά ας προβληματίσει κι όσους δεν συμπορεύονται, αυτή τη στιγμή, μαζί μας».