Νέα αμερικανική μελέτη κατέληξε στο συμπέρασμα ότι τα επίπεδα άγχους και κατάθλιψης, που αυξήθηκαν κατά τη διάρκεια της πανδημίας, επηρέασαν οργανικά ακόμα και τους εγκεφάλους των εφήβων.
Το στρες της πανδημίας φαίνεται να επέφερε οργανικές αλλαγές στους εγκεφάλους ορισμένων τουλάχιστον εφήβων, κάνοντας μερικά χαρακτηριστικά τους να φαίνονται πιο γερασμένα σε σχέση με τους εγκεφάλους των συνομηλίκων τους προ Covid-19, δείχνει νέα αμερικανική επιστημονική μελέτη.
Προηγούμενες έρευνες έχουν συμπεράνει ότι το άγχος και η κατάθλιψη αυξήθηκαν στη διάρκεια της πανδημίας στους ενήλικες σε σύγκριση με τα προηγούμενα χρόνια. Τα νέα ευρήματα δείχνουν ότι οι νευρολογικές και ψυχικές επιπτώσεις της πανδημίας στους εφήβους μπορεί να είναι ακόμη χειρότερες.
Οι ερευνητές, με επικεφαλής τον καθηγητή ψυχολογίας, Ίαν Γκότλιμπ, του Πανεπιστημίου Στάνφορντ της Καλιφόρνιας, οι οποίοι έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο περιοδικό βιολογικής ψυχιατρικής «Biological Psychiatry: Global Open Science», μελέτησαν με μαγνητική απεικόνιση τους εγκεφάλους 163 παιδιών πριν (2016-19) και στη διάρκεια της πανδημίας (2020-22).
«Ξέραμε ήδη από άλλες μελέτες ότι η πανδημία έχει επηρεάσει αρνητικά την ψυχική υγεία των νέων, αλλά δεν γνωρίζαμε κατά πόσο έχει επηρεαστεί και οργανικά ο εγκέφαλός τους», ανέφερε ο δρ Γκότλιμπ.
Αλλαγές στη δομή του εγκεφάλου συμβαίνουν με φυσικό τρόπο καθώς γερνάμε. Κατά την εφηβεία τα σώματα των παιδιών βιώνουν αυξημένη ανάπτυξη τόσο του ιπποκάμπου όσο και της αμυγδαλής του εγκεφάλου τους, ενώ παράλληλα οι ιστοί στον εγκεφαλικό φλοιό τους γίνονται πιο λεπτοί.
Η νέα έρευνα βρήκε ότι επί πανδημίας η παραπάνω αναπτυξιακή διαδικασία επιταχύνθηκε στους εφήβους, ιδίως κατά την περίοδο των «λοκντάουν», με αποτέλεσμα η βιολογική ηλικία του εγκεφάλου να εμφανίζει πιο γερασμένη εικόνα, όντας σχετικά αναντίστοιχη της πραγματικής ηλικίας των εφήβων.
Προ πανδημίας κάτι τέτοιο είχε παρατηρηθεί μόνο σε παιδιά που είχαν βιώσει χρόνια προβλήματα βίας, παραμέλησης από γονείς, οικογενειακής δυσλειτουργίας ή άλλων αρνητικών παραγόντων.
Η μελέτη διαπίστωσε ότι, σε σύγκριση με τους εφήβους προ πανδημίας, οι έφηβοι που εξετάστηκαν στη διάρκεια της Covid-19, όχι μόνο είχαν περισσότερα προβλήματα ψυχικής υγείας, αλλά επίσης μικρότερο πάχος του εγκεφαλικού φλοιού, μεγαλύτερο όγκο ιπποκάμπου και αμυγδαλής και γενικότερα μεγαλύτερη βιολογική ηλικία του εγκεφάλου, κατά περίπου τρία χρόνια σε σύγκριση με τη χρονολογική ηλικία τους.
«Δεν είναι ακόμη σαφές κατά πόσο αυτές οι αλλαγές στον εγκέφαλο είναι μόνιμες. Τελικά η χρονολογική ηλικία τους θα “πιάσει” την ηλικία του εγκεφάλου τους; Αν ο εγκέφαλός τους παραμείνει μόνιμα πιο γερασμένος σε σχέση με την χρονολογική ηλικία τους, είναι ασαφές ποιές θα είναι οι επιπτώσεις στο μέλλον.
Για έναν 70χρονο ή 80χρονο θα περίμενε κανείς να εμφανίζει ορισμένα γνωστικά και μνημονικά προβλήματα με βάση τις αλλαγές στον εγκέφαλό του, αλλά τι άραγε σημαίνει για έναν 16χρονο ο εγκέφαλός του να εμφανίζει πρόωρη γήρανση;», αναρωτήθηκε ο Αμερικανός ψυχολόγος.
Από την άλλη, ο καθηγητής γνωστικής νευροεπιστήμης, Μάικλ Τόμας, του Πανεπιστημίου Μπίρκμπεκ του Λονδίνου, δήλωσε στον «Guardian» ότι μέχρι στιγμής είναι δύσκολο να ξέρει κανείς αν οι διαφορές στη δομή του εγκεφάλου σημαίνουν κάτι για την τωρινή ή για τη μελλοντική συμπεριφορά των εφήβων. Επίσης χαρακτήρισε «πολύ υποθετικό ότι μπορεί να υπάρξουν κάποιες συνέπειες σε βάθος χρόνου και κατά πόσο αυτές οι εγκεφαλικές αλλαγές θα διαρκέσουν ή θα σβηστούν σταδιακά».
Ακόμα, δεν απέκλεισε ότι μπορεί να υπάρξουν και θετικές επιπτώσεις, καθώς μερικές από τις μεταβολές που βρήκε η αμερικανική μελέτη στον εγκέφαλο των εφήβων επί πανδημίας, σχετίζονται επίσης με υψηλότερες επιδόσεις, π.χ. στα τεστ νοημοσύνης. Όπως είπε, «τέτοια δεδομένα δεν μπορούν να μας πουν αν οι αρνητικές μακροχρόνιες επιπτώσεις είναι αναπόφευκτες ή αν η πλαστικότητα του εγκεφάλου θα επιτρέψει σε αυτή τη γενιά να ανακάμψει».