Από τη Θεοδώρα Δέδε
“Κι ήμουν στο σκοτάδι. Κι ήμουν το σκοτάδι.
Και με είδε μια αχτίδα“… (”Αγάπη”, Κ. Καρυωτάκης)
Κυνηγημένος ήρθες και κυνηγημένος έφυγες…
Αστέρι σε φωτίζει, μέχρι ν’ αποδείξεις πως είσαι ο ΗΛΙΟΣ!…
Πένης ανέπνευσες το γήινο οξυγόνο, για να καταλάβουμε πως είσαι ο Βασιλεύς, το Οξυγόνο των Ουρανών…
Ο μη έχων δεύτερο χιτώνα, ήρθες να χορτάσεις από πέντε ψωμιά και δύο ψάρια πέντε χιλιάδες πεινασμένους…
Ηρθες, για να θεραπεύσεις το κομμένο αφτί του εχθρού σου…
Ηρθες στα κατάμαυρα, παγωμένα σκοτάδια μου, για να μου δώσεις τη Ζεστασιά τού Φωτός…
Ηρθες να σταθείς Δίπλα μου, Μέσα μου, με τη Θεία σου, την Τέλεια Αγιότητά Σου…Εμένα του ατελέστατου ανθρώπου…
…”Το τέλειο θαύμα θα το βρεις μοναχά μες στον άνθρωπο:
λευκές εκτάσεις, που ακτινοβολούν αληθινά
στο σύμπαν και υπερέχουν. Το πιο καθαρό πράγμα, λοιπόν, της δημιουργίας
δεν είναι το λυκόφως, ούτε ο ουρανός, που καθρεφτίζεται μες στο ποτάμι,
ούτε ο ήλιος πάνω στης μηλιάς τ’ άνθη.
Είναι η αγάπη“…(”Το καθαρότερο πράγμα της δημιουργίας”, Ν. Βρεττάκος)
Ήρθες στη φονική φουσκοθαλασσιά μου, για να κοπάσεις, για ν’ ακυρώσεις την τρικυμία…
Ηρθες, για να μου μάθεις, τι θαύματα ποιεί η πίστη, δαμάζοντας τ’ άγριο το θεριό, ”περπατώντας” πάνω στην ίδια την τρικυμία…
Ηρθες, για να με … φιλέψεις το ίδιο σου το ‘Άχραντο σώμα και το ΄Αγιο Αίμα σου…
Κι ενώ όλα αυτά θάπρεπε να μου δίνουν δύναμη, θάρρος, ελπίδα, σωτηρία και να είμαι υπερευγνώμων, για την Οντότητα, που μου τύλιξε σαν ένα θείο δώρο με υδάτινη κορδέλα τη γη, κάθε μέρα, ψάχνω το προσωπικό μου θαύμα, μετά από το θαύμα της ζωής, του κόσμου, του σύμπαντος!…
“Ενα άλλο βράδυ τον άκουσα να κλαίει δίπλα…Χτύπησα την πόρτα και μπήκα. Μου ΄δειξε πάνω στο κομοδίνο ένα μικρό ξύλινο σταυρό. ”Είδες;”, μου λέει…”Γεννήθηκε η ευσπλαχνία”… Εσκυψα, τότε, το κεφάλι κι έκλαψα κι εγώ…Γιατί θα περνούσαν αιώνες και αιώνες και δε θα ΄χαμε να πούμε τίποτα ωραιότερο απ’ αυτό”…(”Η Γέννηση”, Τ. Λειβαδίτης)
Ήρθες, για να μ’ Αναστήσεις…Για να μ’ Ανασταίνεις, κάθε μέρα, που αναπνέω, περπατάω, πονάω, (ανα)ζητάω, γελάω, αναρωτιέμαι, φοβάμαι, Αγαπάω…Για να μ’ Αναστήσεις, ακόμη κι όταν τίποτα απ’ αυτά δεν θα με απασχολεί…Οταν το μεταφυσικό θα είναι ο ρεαλισμός μου…
Πώς είναι δυνατόν, όλα τούτα να μου φαίνονται λίγα, τιποτένια, απίστευτα και να δείχνω τέτοια αγνωμοσύνη σ’ ένα τέτοιο Θαυμαστό Αποτύπωμα;…Θαυμαστότερο, εν τέλει, απ’ αυτό – που κουβάλησε σε όλο το Μεγαλειώδες διάβα Του, από τη Φάτνη έως τον Σταυρό – της Αγάπης δεν υπάρχει…
“Κι, όμως, γίνονται θαύματα,
αν πεις το σ’ αγαπώ,
έχει τόση δύναμη η αγάπη…
Κι όμως γίνονται θαύματα και είναι τόσο απλό,
φτάνει να πιστέψεις στην αγάπη”…(στ.: Γ. Παυριανός, μουσ.: Λ.Λέανδρος)