8.4.2016
Οι χαμηλόμισθοι και οι χαμηλοσυνταξιούχοι θα πληρώσουν το μάρμαρο των νέων φορολογικών μέτρων του νέου 4ου μνημονίου της αριστερής κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ- ΑΝΕΛ.
Συγκεκριμένα με αυξήσεις φόρων για όσους βγάζουν 10.000 ως 20.000 το χρόνο (δηλαδή και για μισθωτούς και συνταξιούχους των 700-800 ευρώ το μήνα) θα κλείσει την πρώτη αξιολόγηση η κυβέρνηση.
Μετά και τις συναντήσεις τις Πέμπτης των κ Τσακαλώτου, Σταθάκη και Κατρούγκαλου με τους θεσμούς στο Χίλτον, κυβερνητικές πηγές ανέφεραν πως «οι διαπραγματεύσεις για την πρώτη αξιολόγηση θα ολοκληρωθούν σύντομα» και πως «είναι κοινή η βούληση όλων των πλευρών ότι μέχρι το Πάσχα θα πρέπει να έχει ολοκληρωθεί η συμφωνία», ενώ «το αργότερο μέχρι την Τρίτη (σσ: αντί Κυριακής που έλεγε την Τετάρτη πως “ελπίζει” ο κύριος Τσακαλώτος) θα έχει ολοκληρωθεί και η επεξεργασία του κειμένου των θεσμών».
Ωστόσο το ΔΝΤ κατέθεσε και το δικό του κείμενο στο οποίο καταγράφονται οι διαφοροποιήσεις του.
Οι ίδιες πηγές παραδέχονταν πάντως η κυβέρνηση στέλνει τον λογαριασμό στους χαμηλόμισθους και χαμηλοσυνταξιούχους. Όπως έλεγαν χαρακτηριστικά, «από 10.000 έως 22.000 ευρώ το χρόνο, η επιβάρυνση θα είναι κατά μέσο όρο 80 ευρώ», κάτι που σημαίνει πως για άλλους μπορεί να είναι μεν χαμηλότερη (πχ 30 ή 50 ευρώ) αλλά για άλλους πολλαπλάσια.
Με βάση την τελική πρόταση της κυβέρνησης για τις αυξήσεις στους φόρους εισοδήματος και την εισφορά αλληλεγγύης (και βάσει των στοιχείων των δηλώσεων 2015 για τα εισοδήματα 2014), στην κυβέρνηση λένε πως:
– «το 99,8% των μισθωτών και συνταξιούχων θα έχει μείωση φόρου ή πολύ μικρή επιβάρυνση»! Αυτό όμως είναι θεωρητικά αδύνατον και το λένε για να καλύψουν την φοροκαταιγίδα που έρχεται, αφού τουλάχιστον το 30%-40% των φορολογουμένων παρέμενε ήδη αφορολόγητο και, λογικά λοιπόν, μειώσεις φόρων θα μπορούσε να δει, θεωρητικά, μόνον το υπόλοιπο 60%-70% των φορολογουμένων. Ακόμα και γινόταν πράξη η εξαγγελία για αφορολόγητο των 12.000 ευρώ, τότε θα έμεναν αφορολόγητοι το 60% των φορολογουμένων, άρα δηλαδή θα ήταν λιγότεροι εκείνοι που θα έβλεπαν ελάφρυνση ή, έστω, μια κάποια επιβάρυνση.
– «ελάφρυνση θα δουν τα μεσαία εισοδήματα από 28.000 μέχρι 43.000 ευρώ. Έως και 400 ευρώ λιγότερα θα πληρώσουν μισθωτοί». Αυτό υποκρύπτει ενδεχομένως, αν ισχύσει, ότι στις τελικές προτάσεις της η κυβέρνηση δέχτηκε μικρότερη μείωση στην έκπτωση φόρου των 2.100 ευρώ, ενδεχομένως στα 2.000 αντί 1.900. Επιπλέον η μείωση κατά 100 ευρώ ανά 1.000 ευρώ εισοδήματος (που οδηγεί στον μηδενισμό της έκπτωσης στα 42.000 ευρώ) θα γίνεται με διαφορετικό τρόπο, ώστε σε κάποιες οριακές μόνον περιπτώσεις να προκύπτει τόσο μεγάλη μείωση του τελικού φόρου.
– «επιβάρυνση υπάρχει για τα μεγάλα εισοδήματα, πάνω από 50.000 ευρώ, έως και 5% τους εισοδήματός τους». Δηλαδή ακόμα και οικογένειες με τρία, πέντε ή περισσότερα παιδιά, που ζουν με μηνιαία εισοδήματα των 3.500 -4.000 ευρώ, θα θεωρούνται «ρετιρέ» και θα δουν την εφορία να βάζει πιο βαθιά το χέρι στην τσέπη τους.
-Το 92% των φορολογουμένων μόνο από επιχειρηματική δραστηριότητα έως 32.000 ευρώ θα πληρώσει λιγότερο φόρο [μέχρι και 700 ευρώ λιγότερα!]. Υπάρχει, δηλαδή, σημαντική ελάφρυνση στα μικρά και μικρομεσαία εισοδήματα.
– Το 71% των φορολογουμένων με εισόδημα από επιχειρήσεις και μισθούς θα πληρώσει λιγότερο φόρο. Και σ’ αυτή την κατηγορία υπάρχει ελάφρυνση για τα χαμηλότερα εισοδήματα.
Με βάση όλα αυτά που υποστηρίζουν παρουσιάζουν στην κυβέρνηση, τα τουλάχιστον 1 δισ. επιπλέον έσοδα από άμεσους φόρους εισοδήματος (πέραν των έμμεσων φόρων κλπ) θα τα πληρώσουν ελάχιστοι, αν και θέλουν να μιλούν για επιβαρύνσεις έως μόλις 5% για τα «υψηλά» εισοδήματα.
Οι ίδιες πηγές λένε πως συνολικά τα μέτρα θα φτάσουν στα 5,4 δισ. ευρώ και θριαμβολογούν θυμίζοντας ότι «από το 2010 που ξεκίνησε η κρίση οι προηγούμενες κυβερνήσεις είχαν πάρει μέτρα ύψους πάνω από 62 δισ. ευρώ και μίλαγαν για success story, ενώ σήμερα, με μέτρα 5,4 δισ. ευρώ, καταστροφολογούν», παραβλέποντας όμως τα ότι τα μέτρα του νέου Μνημονίου έρχονται να προστεθούν στα παλαιότερα των δύο πρώτων Μνημονίων.
Πού θα φτάσει ο λογαριασμός
Οι ίδιες κυβερνητικές πηγές έλεγαν επίσης ότι «πρόσθετα μέτρα δεν υπάρχουν» και πως «το κόστος των μέτρων που μένει να εφαρμοστεί είναι 2,6 δισ. ευρώ, όπως προβλέπει η συμφωνία, και θα εφαρμοστούν σε διάστημα 30 μηνών -δηλαδή 1,1 δισ. ευρώ σε ετήσια επιβάρυνση».