Υπαρξιακές Ανησυχίες – Ερίκ-Εμμανουέλ Σμιτ

Πάντα είχα μια περίπλοκη σχέση με τους καθρέφτες. Αν και τα παιδικά μου χρόνια τους αγνοούσα, η εφηβεία μου με έφερε απέναντί τους. Πόσες μέρες είχα αφιερώσει προσπαθώντας να αποκρυπτογραφήσω τον εαυτό μου; Δεν ήταν ναρκισσισμός, μάλλον σύγχυση. Δεν καταλάβαινα. Μάταια αναζητούσα τη σχέση ανάμεσα σε αυτό το άτομο και σε μένα‧ εκείνος ανέπτυσσε τον κορμό του, τους ώμους του, τους μηρούς του, ενώ εγώ μέσα μου δεν άλλαζα. Η μεταμόρφωσή του γινόταν σύμφωνα με ένα αδιόρατο σχέδιο το οποίο εξελισσόταν χωρίς εγώ να το επιθυμώ, χωρίς να το ελέγχω ή έστω να το προβλέπω. Πόσο μακριά θα έφτανε; Ένιωθα ότι ήμουν το θύμα ενός παράλογου αναπόφευκτου: της ανάπτυξης. Ποια ήταν η σχέση μου με αυτήν τη σάρκα που έπαιρνε τη μορφή άντρα; Το παιδί που εξαφανιζόταν από την αντανάκλαση παρέμενε μέσα μου‧ ή, μάλλον, παρέμενε εγώ.

Όταν η σωματική μου ανάπτυξη ολοκληρώθηκε, αποδέχτηκα απρόθυμα ότι θα ζούσα μέσα σε αυτό το μυώδες, ογκώδες, αθλητικό σώμα με τα στρογγυλεμένα χαρακτηριστικά. Κι όμως, αν επέλεγα, θα προτιμούσα ένα πρόσωπο και μια σιλουέτα πιο λεπτά, πιο ευαίσθητα, που να αντικατοπτρίζουν τις αμφιβολίες και τις απορίες μου.

Στα δεκαοκτώ μου, διέκοψα κάθε σχέση με τους καθρέφτες, εκτός από την ώρα του ξυρίσματος. Όταν, απροσδόκητα, σε μια γωνία ενός δρόμου ή στο βάθος ενός εστιατορίου, ένας καθρέφτης αντανακλούσε την εμφάνισή μου, ένιωθα έκπληξη. Τι ασυμφωνία! Έμοιαζα τόσο λίγο με τον εαυτό μου…

Σε κανέναν κοντινό μου άνθρωπο δεν εκμυστηρεύτηκα ποτέ αυτό το αίσθημα αναντιστοιχίας, γιατί, τη μοναδική φορά που τόλμησα να το εκφράσω, η νεαρή κοπέλα μου ανταπάντησε: “Δε μοιάζεις με τον εαυτό σου; Δεν τον αγαπάς; Δεν πειράζει, εγώ σ’ αγαπώ. Και σε βρίσκω όμορφο.” Μα πόσο λάθος έκανε… Δεν υπέφερα από αυτό. Όμορφος, άσχημος, δε με ένοιαζε! Να αγαπάς τον εαυτό σου, να μην τον αγαπάς, τι σημασία έχει; Μιλούσα για ένα προγενέστερο, θεμελιώδες πρόβλημα: δεν αναγνώριζα τον εαυτό μου! Στο σπίτι μου δεν υπήρχε ούτε ένας ολόσωμος καθρέφτης, μόνο ένα μικρό κομμάτι γυαλιού στο μπάνιο που δεν είχε παράθυρο, κι έτσι σπάνια συναντούσα την εικόνα μου.

“Κάπου με περιμένει το πραγματικό μου πρόσωπο”.[…]

[…] – Μια τέτοια αποστολή αποτελεί πάντα μια δυνατή εμπειρία, συνέχισε εκείνη. Με πανικοβάλλει. Δε θα είμαστε οι ίδιοι σε δέκα μέρες.

– Όχι οι ίδιοι, αλλά πώς…, μουρμούρισε ο Μαρκ, ξύνοντας τον αυχένα του. Προς τα πού θα αλλάξουμε; Προς το καλύτερο ή προς το χειρότερο;

Είχα την επιθυμία να τον πειράξω λέγοντάς του ότι θα αναδυόταν από την έρημο με τους Βιβλικούς Πίνακες του Νόμου στο χέρι. Προσεκτικός, αρκέστηκα να ψιθυρίσω:

– Αυτό που θα φοβόμουν θα ήταν να μην αλλάξω.

***

La nuit de feu – Η Νύχτα της Φωτιάς
Eric-Emmanuel Schmitt
Μετάφραση, Επιλογή Αποσπασμάτων:
Χρήστος Μαυρόπουλος

o-klooun.com