8.5.2015
της Αγγελικής Σιγάλα
Και κάποιες φορές απλά δεν μπορείς. Δεν αντέχεις τίποτα και κανέναν γύρω σου. Όλα φαντάζουν και είναι ένας τεράστιος ογκόλιθος, ένας τοίχος που βρίσκεται και μπρος σου αλλά και πίσω σου . Κι εσύ απλώς στέκεσαι μπροστά του δίχως επιλογή, ακίνητος θαυμάζοντας το μεγαλείο του. Μονάχα απορείς γιατί βρέθηκε μπροστά σε σένα, γιατί δεν σ’ αφήνει να τον προσπεράσεις και να φτάσεις στον προορισμό σου. Γιατί δεν σ’ αφήνει περάσεις στην άλλη μεριά, να αγγίξεις, να μυρίσεις, να νοιώσεις. Γιατί;; Κι όσο γεννιούνται ερωτήματα που μένουν αναπάντητα τόσο αυξάνεται η απορία και ο θαυμασμός γι αυτόν.
Είναι ένας τεράστιος μαύρος τοίχος που σε έχει κυκλώσει για να μην ακούσεις, να μην ζήσεις. Σε κρατάει πίσω αλλά σε πάει κοντά σε ότι έχασες. Κάπου σε ανακουφίζει όλο αυτό. Θέλει χρόνο η απώλεια. Θέλει το χρόνο η καρδιά σου. Θέλει το χρόνο το ρημάδι το μυαλό να αποδεχτεί ότι δεν θα τον ξαναδείς. Να προσαρμοστεί στην ιδέα ότι όσο κι αν πονέσει, όσο κι αν κλάψει, όσο κι αν χτυπηθεί , πλέον υπάρχουν μόνο οι αναμνήσεις. Και πονάει πολύ. Ίσως απλά δεν μπορούν όλες οι λέξεις του πλανήτη να το περιγράψουν. Ίσως δεν ξεχνάς τις αντιδράσεις των γονιών του, του γιου του που έπεφταν πάνω του με λύσσα προσπαθώντας να τον συνεφέρουν όταν πια η καρδιά του, αυτή η τόσο θαρραλέα καρδιά απλά σταμάτησε για πάντα. Ίσως δεν ξεχνάς την εικόνα του ανθρώπου σου σε ένα ξύλινο κουτί, μουντό, άψυχο κι όμως τόσο αληθινό. Ίσως τα βάζεις με το Θεό, τους γιατρούς, εσένα. Ναι!! Πάνω απ’όλα με σένα, για όσα ενώ είχες το χρόνο δεν έκανες, για όσα συναισθήματα δεν εξέφρασες ποτέ, για αυτούς τους ηλίθιους καυγάδες σας.
Όλα αυτά και πολλά άλλα θα σου πω με βεβαιότητα ότι δεν θα φύγουν. Απλά θα κρυφτούν ίσως σε μια περιοχή του μυαλού που η πληγή δεν θα ανοίγει συνεχώς, αλλά έστω αργά και βασανιστικά θα αρχίσει να επουλώνεται. Στην καρδιά η θέση θα είναι πάντα ορθάνοιχτη. Κάθε στιγμή, κάθε λεπτό σε βοηθάει απλά να ριζωθούν όλες οι αναμνήσεις πιο βαθιά μέσα σου.
Πάρε λοιπόν όσο χρόνο αξίζεις! Πόνεσε, θύμωσε, ξέσπασε, νοστάλγησε αλλά αποχαιρέτα. Δάγκωσε γερά το μαξιλάρι σου, κλάψε, φώναξε αλλά άσε και τη δική του την ψυχή να γαληνέψει. Βγες έξω, μέθα, σπάσε κάτι , αλλά άσε την νηνεμία που ακολουθεί να σε ταξιδέψει. Δώσ’ του το εισιτήριο του και άφησέ τον να φύγει. Κι εσύ πάρε το επόμενο πλοίο. Δυστυχώς προς το παρόν οι προορισμοί σας ήταν διαφορετικοί.
ΥΓ: Ο τοίχος ήταν χάρτινος, κι εσύ μαχητής !