20 βιβλία ιστορίας, από την γνώση στην άγνοια – από την Ελλάδα στην Εγγύς Ανατολή (του Σπύρου Κακουριώτη)

του Σπύρου Κακουριώτη

Μια επιλογή 20 βιβλίων ιστορίας που αρχίζουν από την Ελλάδα και φτάνουν στην Εγγύς Ανατολή. Η εξέταση του ιστορικού πλαισίου της ευρύτερης περιοχής επιτρέπει την κατανόηση μιας διαμάχης που πλέον υπερβαίνει τον αιώνα, η εθνοκάθαρση στη Λωρίδα της Γάζας συνεχίζεται με κάθε τρόπο και μας δίνει τη δυνατότητα να παρατηρήσουμε, διαχρονικά μοτίβα· Προτείνονται και άλλα ιστορικά βιβλία που εξετάζουν όχι τόσο φανερές ιστορικές πτυχές. 

Π. Κιτρομηλίδης – Κ. Τσουκαλάς (επιμ.), Η Ελληνική Επανάσταση: Κριτικό λεξικό, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης

Με αρκετή καθυστέρηση, είναι πλέον διαθέσιμο και στην ελληνική γλώσσα το βασικό εγχειρίδιο με το οποίο η κυρίαρχη τάση της ελληνικής ακαδημαϊκής κοινότητας παρουσίασε στο ευρύτερο αγγλόφωνο κοινό τις μέχρι σήμερα κατακτήσεις της ιστορικής επιστήμης αναφορικά με την Ελληνική Επανάσταση, το οποίο κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις του Πανεπιστημίου Χάρβαρντ ενόψει της δισεκατονταετηρίδας, το 2021. Με επικεφαλής δύο διακεκριμένους ακαδημαϊκούς, τον μεν ιστορικό, τον δε κοινωνιολόγο, μια ομάδα σημαντικών ιστορικών και άλλων ειδικών, αν και όχι απόλυτα αντιπροσωπευτική ως προς την ερευνητική πρόοδο που σημειώθηκε με αφορμή την επέτειο, προσφέρουν μια επαρκή για τον μέσο αναγνώστη εισαγωγή και, ταυτόχρονα, μια γόνιμη για τον ειδικό επισκόπηση θεμάτων που άπτονται της δικής του έρευνας σε σχέση με την Ελληνική Επανάσταση. Ο όρος «λεξικό» που χρησιμοποιούν οι επιμελητές του τόμου παραπέμπει μάλλον σε ένα αρχείο ανοιχτό σε επανεκτίμηση και εμπλουτισμό παρά σε μια κλειστή, κανονιστική ιστορική αφήγηση. Άλλωστε, ο αναγνώστης δεν πρόκειται να συναντήσει στις σελίδες του λήμματα κατανεμημένα αλφαβητικά, όπως σε ένα καθαυτό λεξικό, αλλά μια θεματολογική προσέγγιση, ρητά εμπνευσμένη από το ανάλογο κριτικό λεξικό που εκδόθηκε με αφορμή τη δισεκατονταετηρίδα της Γαλλικής Επανάστασης. Και μολονότι οι επιμελητές υπογραμμίζουν ότι το έργο τους δεν αποτελεί μια γενική ιστορία της Ελληνικής Επανάστασης, ούτε εξαντλεί τα σχετικά με αυτήν θέματα, η όλη διάρθρωσή του πλησιάζει σε κάτι παρόμοιο. Ξεκινώντας από τα ποικίλα συμφραζόμενα (βαλκανικά, οθωμανικά, ευρωπαϊκά), εξετάζει τις προδρομικές μορφές αντίστασης, τις μυστικές εταιρείες κ.λπ. αλλά και την κοινοτική οργάνωση των χριστιανών, για να αναφερθεί στη συνέχεια σε μια μακρά σειρά γεωγραφικών κέντρων των επαναστατικών γεγονότων και διαδικασιών. Ακολουθεί η διερεύνηση των κοινωνικών κατηγοριών (κληρικοί, διανοούμενοι, στρατιωτικοί, γυναίκες κ.ά.), των θεσμών (εθνοσυνελεύσεις, οικονομία, εκπαίδευση, εκκλησία, τύπος), καθώς και των βασικών ιδεολογικών ρευμάτων και εξελίξεων που βρίσκονται πίσω από αυτούς, όπως είναι ο Διαφωτισμός, η διάδοση της έντυπης κουλτούρας και της μόρφωσης κ.λπ. Η θεματολογική επισκόπηση ολοκληρώνεται με τον απόηχο της Επανάστασης και την πρόσληψή της από την ευρωπαϊκή κοινή γνώμη (φιλελληνισμοί) και την αποτύπωσή της στο παρόν, μέσα από τις εικαστικές, μουσικές, λογοτεχνικές, ιστοριογραφικές, συμβολικές κ.ά. πραγματεύσεις της.

Τζοβάνι ΑρίγκιΟ μακρύς εικοστός αιώνας, Εστία

Ο ιταλός κοινωνιολόγος και οικονομολόγος Giovanni Arrighi (1937-2009) υπήρξε, μαζί με τον Ιμμάνουελ Βάλερσταϊν, ένας από τους στοχαστές των παγκόσμιων συστημάτων, των «κοσμο-συστημάτων», που αντλεί την έμπνευσή του, μεταξύ άλλων, από το έργο του Φερνάν Μπρωντέλ. Η ανά χείρας μελέτη, που μετέφρασε στα ελληνικά ο Γιώργος Καράμπελας, αποτελεί τον πρώτο τόμο μιας τριλογίας, που ολοκληρώνεται με το ύστατο έργο του, Ο Άνταμ Σμιθ στο Πεκίνο (Κουκκίδα, 2021). Εδώ ο συγγραφέας δανείζεται την έννοια του «μακρού» αιώνα από τις ιστορικές σπουδές, όπου συνήθως χρησιμοποιείται για να χαρακτηρίσει τον 19ο, προκειμένου να αναλύσει την άνοδο, την επέκταση και την παρακμή του αμερικανικού συστήματος κεφαλαιακής συσσώρευσης –φάσεις οι οποίες αντιστοιχούν στις παγκόσμιες οικονομικές κρίσεις του τελευταίου τέταρτου του 19ου αιώνα, της περιόδου 1914-1945 και εκείνης της δεκαετίας του 1970– ως ιδιαίτερο στάδιο ανάπτυξης της καπιταλιστικής κοσμοοικονομίας. Κατά τη διάρκεια των ερευνών του, όμως, και υπό την επίδραση του έργου του Μπρωντέλ, διεύρυνε κατά πολύ το υπό εξέταση πεδίο, προκειμένου να μελετήσει την καπιταλιστική «κοσμο-οικονομία» από τις απαρχές της εποχής μας, αναλύοντας τις αλληλένδετες διαδικασίες δημιουργίας του συστήματος εθνικών κρατών και του παγκόσμιου καπιταλιστικού συστήματος. Εκκινώντας από την παρατήρηση ότι η χρηματιστικοποίηση του κεφαλαίου, που χαρακτηρίζει όλο και εντονότερα την εποχή μας τον τελευταίο μισό αιώνα, αποτελεί δεσπόζον γνώρισμα της κρίσης, ο συγγραφέας επισημαίνει ότι η χρηματοπιστωτική επέκταση δεν αποτελεί νέο φαινόμενο αλλά επαναλαμβανόμενη τάση του ιστορικού καπιταλισμού, που σηματοδοτεί τη θεμελιώδη αναδιοργάνωση του καθεστώτος συσσώρευσης (όπως συνέβη, π.χ., κατά τη μετάθεση του επίκεντρου του καπιταλιστικού κοσμο-συστήματος από τη Βρετανική Αυτοκρατορία στις ΗΠΑ) και, ιδιαίτερα στην παρούσα φάση, χαρακτηρίζεται από τη διακλάδωση οικονομικής και στρατιωτικής εξουσίας. Στη μελέτη του παρουσιάζει και αναλύει διά μακρών, αφενός, την εμφάνιση των κρατών που θα αποτελέσουν το κάθε φορά κέντρο παγκόσμιας ηγεμονίας (από τις ιταλικές πόλεις στις ολλανδικές επαρχίες και από εκεί στη Βρετανική Αυτοκρατορία και τις ΗΠΑ), αφετέρου, αυτού που αποκαλεί «συστημικό κύκλο συσσώρευσης» κεφαλαίου και τη διαλεκτική σύνθεσή του. Στη συνέχεια δίνει ιδιαίτερη έμφαση στον αμερικανικό κύκλο συσσώρευσης, που ταυτίζει με τον 20ό αιώνα, ενώ στο «υστερόγραφο», που προσέθεσε λίγο πριν τον θάνατό του, επανεξετάζει την κρίση της αμερικανικής ηγεμονίας υπό το φως της ανόδου της Κίνας.

Ξένια ΜαρίνουΈνας ελέφαντας με ρεντιγκότα, Εκδόσεις των Συναδέλφων

Τη γνωριμία με έναν, σχεδόν ξεχασμένο σήμερα, ελληνικής καταγωγής γαλλο-οθωμανό σοσιαλιστή, τον Παναγιώτη Αργυριάδη, προτείνει στον αναγνώστη η συγγραφέας της ανά χείρας μελέτης και, μέσω αυτής, την εξερεύνηση και την ανασύσταση της λειτουργίας των μηχανισμών παρακολούθησης και καταστολής του γαλλικού κράτους κατά την περίοδο μετά τη συντριβή της Κομμούνας του Παρισιού. Ο Παναγιώτης Αργυριάδης γεννήθηκε στην οθωμανική Καστοριά το 1849 και, μετά τις γυμνασιακές σπουδές του στην Κωνσταντινούπολη, εγκαταστάθηκε στο Παρίσι, στον απόηχο της Κομμούνας. Θα σπουδάσει νομικά και θα ασκήσει το επάγγελμα του δικηγόρου, υπερασπίζοντας πολλούς από τους κυνηγημένους σοσιαλιστές και αναρχικούς, μολονότι η δυσκολία του να εκφραστεί στα γαλλικά επισημαίνεται συχνά στον αστυνομικό του φάκελο. Η ιστορικός στη μελέτη της παρακολουθεί τη δράση του σοσιαλιστή επαναστάτη μέσα από τον φάκελο που είχε ανοίξει γι’ αυτόν η Αστυνομία του Παρισιού το 1883, τον οποίο ενημέρωνε ανελλιπώς μέχρι το 1903, δύο χρόνια μετά τον θάνατό του – με την εξαίρεση του διαστήματος 1887-1890, οπότε και εγκαταστάθηκε στη Μασσαλία, όπου παντρεύτηκε και έκανε δύο παιδιά. Αφού αναφερθεί εκτενώς, εισαγωγικά, στη δομή των αστυνομικών υπηρεσιών του Παρισιού την περίοδο της πρώιμης Γ’ Δημοκρατίας, παρουσιάζει το ιστορικό πλαίσιο της πόλης κατά τα χρόνια μετά τη συντριπτική ήττα του εργατικού κινήματος, αλλά και την κινητικότητα των επαναστατικών κύκλων –που δεν είναι αποκλειστικά γαλλικοί– στην πρωτεύουσα. Στη συνέχεια στρέφεται στον ίδιο τον Αργυριάδη, εξετάζοντας την επαγγελματική και πολιτική του πορεία, όπως και των χώρων στους οποίους κινείται, καθώς και στιγμιότυπα από την καθημερινή του ζωή, έτσι όπως καταγράφονται από την αστυνομία. Η μελέτη ολοκληρώνεται με το κλείσιμο του φακέλου, λόγω του θανάτου του παρακολουθούμενου. Η έρευνα της Ξένιας Μαρίνου αναδεικνύει μια εξαιρετικά πολύτιμη πηγή, για ένα πρόσωπο που, χωρίς τις καταγραφές της αστυνομίας, και την αξιοποίησή τους από την ιστορικό, θα παρέμενε μια απλή υποσημείωση στην ιστορία του σοσιαλιστικού κινήματος του 19ου αιώνα – και γεννά μελαγχολικές σκέψεις για την τύχη των ανάλογων φακέλων των ελληνικών υπηρεσιών που παρέδωσαν χιλιάδες ανάλογες «υποσημειώσεις» στην πυρά λίγο πριν το τέλος του 20ού αιώνα…

Ελένη ΔημητρίουΒαλκανικοί Πόλεμοι 1912-1913, Πατάκης

Πώς αποτυπώθηκε εν θερμώ το βίωμα των Βαλκανικών Πολέμων και πώς αναδύθηκε η μνήμη τους αναδρομικά, διαμεσολαβημένη από την εμπειρία –αλλά και την παραμορφωτική μυθολογία– του Διχασμού και της Μικρασιατικής Καταστροφής; Εκκινώντας από αυτό το ερώτημα, που εδράζεται, μεταξύ άλλων, στο πεδίο των σπουδών μνήμης, η συγγραφέας εξετάζει μια πληθώρα γραπτών πηγών, ιδιωτικών και δημόσιων (ημερολόγια, δημοσιευμένες μαρτυρίες, στρατιωτικές αναφορές κ.ά.), για να ανοιχτεί, στη συνέχεια, στις μάχες που δόθηκαν στο πεδίο της ιστοριογραφίας, μάχες ιδεολογικές, με αναφορά στον έναν ή τον άλλο πόλο του Διχασμού. Εστιάζοντας, με βάση τις διαθέσιμες πηγές, στο προσωπικό βίωμα του μαχητή στο πεδίο της μάχης, η ιστορικός απομακρύνεται από την παραδοσιακή στρατιωτική ιστορία, για να υιοθετήσει μια προσέγγιση που συναρμόζει τα πεδία της στρατιωτικής και της κοινωνικής ιστορίας. Αφού σημειώσει ότι η καταγραφή του πολεμικού βιώματος αποτελεί πρακτική που συνδέεται με την κατασκευή της εθνικής συνείδησης, αλλά και την οικοδόμηση του έθνους κράτους, επισημαίνει ότι, στην περίπτωση των Βαλκανικών, σε αντίθεση με τον ελληνο-ιταλικό πόλεμο, τον οποίο έχει επίσης μελετήσει (Ο ελληνο-ιταλικός πόλεμος ως προσωπικό βίωμα: Ημερολόγια ελλήνων στρατιωτών, Σύλλογος προς Διάδοσιν Ωφελίμων Βιβλίων, 2010), διαθέτουμε, εξαιτίας του εκτεταμένου αναλφαβητισμού, πρωτίστως τις μαρτυρίες αξιωματικών – μαρτυρίες πολλαπλώς διαμεσολαβημένες από την επιδίωξη υστεροφημίας και από πολιτικές στοχεύσεις. Στα τρία πρώτα μέρη της μελέτης εξετάζονται η ταυτότητα και η στόχευση όσων δημοσίευσαν την προσωπική τους μαρτυρία, καθώς και οι θεματικές που αναδεικνύονται μέσα από αυτές, σχετικά με τον Α’ και τον Β’ Βαλκανικό, ενώ στη συνέχεια διερευνώνται πτυχές των δύο πολέμων (οι εθελοντές και η δράση τους, η επιμελητεία και η ανεπαρκής στήριξη των μαχητών της πρώτης γραμμής, η αρνητική αντιμετώπιση της γυναικείας εθελοντικής προσφοράς κ.ά.), καθώς και ο απόηχός τους στην ελληνική κοινωνία – με σημαντικότερη την αναβάθμιση της αξίας του πολέμου ως εργαλείου για την επίτευξη των αλυτρωτικών επιδιώξεων.

Ε. Γαρδίκα-Κατσιαδάκη – Ευ. ΧατζηβασιλείουΑπό τις Σέβρες στη Λωζάννη, Ίδρυμα της Βουλής

Προϊόν διεθνούς επιστημονικού συνεδρίου που διοργανώθηκε από το Ίδρυμα της Βουλής των Ελλήνων για τον Κοινοβουλευτισμό και τη Δημοκρατία και το Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών και Μελετών «Ελευθέριος Κ. Βενιζέλος», προκειμένου να τιμηθεί η εκατονταετηρίδα της Μικρασιατικής Καταστροφής, ο ανά χείρας ογκώδης τόμος περιλαμβάνει τις περισσότερες από τις ανακοινώσεις τις οποίες παρουσίασαν στην Αθήνα, τον Δεκέμβριο του 2022, έλληνες και ξένοι ερευνητές. Αναγνωρίζοντας οι δύο επιμελητές ότι η διαθέσιμη βιβλιογραφία για την κρίσιμη αυτή περίοδο δεν είναι ιδιαίτερα πλούσια, παρά τις επιμέρους συμβολές, επιδίωξαν να σχεδιάσουν ένα έργο που θα προσφέρει μια ευρεία ματιά, καλύπτοντας ένα μεγάλο φάσμα θεμάτων και συγκεντρώνοντας ειδικούς μελετητές, έμπειρους και νεότερους, και θα ανανεώνει την επιστημονική συζήτηση. Έτσι, στις σελίδες του τόμου συζητώνται οι διπλωματικές και στρατιωτικές εξελίξεις της περιόδου 1920-1922, στο πλαίσιο του διεθνούς περιβάλλοντος που διαμορφώνεται την επαύριο του Μεγάλου Πολέμου, οι στρατηγικές της χώρας, αλλά και περιφερειακών τμημάτων του ελληνισμού, ο συντονισμός των ελληνικών κέντρων αποφάσεων. Ειδικότερα, το πρώτο μέρος του τόμου, πραγματεύεται τα γεωπολιτικά διλήμματα που ετίθεντο κατά τη διαδικασία σύναψης συνθηκών ειρήνης στην Εγγύς Ανατολή, καθώς και οι στρατιωτικές διαστάσεις της ελληνικής συμμετοχής στην κατοχή εδαφών της ηττημένης Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Στη συνέχεια μελετώνται θέματα εν πολλοίς ανερεύνητα έως πρόσφατα, όπως το προσφυγικό ζήτημα πριν και μετά την κατάρρευση του μετώπου και η περίθαλψη των προσφύγων, μειονοτικά ζητήματα, η εσωτερική πολιτική κατάσταση, αλλά και οι πολιτικές και ιστοριογραφικές προσλήψεις της περιόδου από τον τύπο και τους ιστορικούς. Ο τόμος κλείνει με τρεις πολιτικές συμβολές, που παρουσιάστηκαν κατά τη διάρκεια του συνεδρίου σε συζήτηση στρογγυλής τραπέζης από τους Σία Αναγνωστοπούλου, Ευάγγελο Βενιζέλο και Ντόρα Μπακογιάννη.

Ηλίας Μαγκλίνης1921: Σαγγάριος, Ψυχογιός

Η στρατιωτική ιστορία, με τη μορφή που την έχουμε γνωρίσει στην ελληνική βιβλιογραφία, δηλαδή την εξαντλητική περιγραφή μαχών και την ανάλυση πολεμικών επιχειρήσεων, αποτελεί ένα μάλλον βαρετό ιστοριογραφικό είδος, προορισμένο για σπουδαστές στρατιωτικών σχολών, ενώ συγκινεί μονάχα εκείνες τις ομάδες φανατικών του είδους που μπορούν από στήθους να αναφέρουν τους τύπους των αρμάτων που έλαβαν μέρος σε μάχες όπως εκείνη του Κουρσκ. Το στοίχημα της νέας σειράς «Ιστορίες πολέμου», που διευθύνουν ο ιστορικός Τάσος Σακελλαρόπουλος και ο δημοσιογράφος και συγγραφέας Ηλίας Μαγκλίνης, είναι να διαψεύσει αυτή την παραδοχή, παρουσιάζοντας έργα που βασίζονται σε ευρύτερη ιστορική τεκμηρίωση, μέσα από τα οποία αναδεικνύεται, παίζοντας πρωταγωνιστικό ρόλο, η ανθρώπινη εμπειρία της μάχης. Το πρώτο έργο της νέας σειράς αφορά μία από τις μεγαλύτερες, ως προς την κλίμακα, επιχειρήσεις του ελληνικού στρατού, την εκστρατεία προς την Άγκυρα, τον Αύγουστο του 1921. Μία από τις δραματικότερες συγκρούσεις, όπου η ελληνική Στρατιά, μέσα από μύριες κακουχίες, έφτασε στον ποταμό Σαγγάριο, στα πρόθυρα της Άγκυρας, όπου «νίκησε τακτικά και ηττήθηκε στρατηγικά», αφήνοντας εκτός μάχης το ένα τρίτο, περίπου, της δύναμής της. Αξιοποιώντας ιστορικές και στρατιωτικές μελέτες, κυρίως όμως απομνημονεύματα και μαρτυρίες, τόσο υψηλόβαθμων στρατιωτικών όσο και απλών φαντάρων, ο συγγραφέας προσφέρει στον αναγνώστη μια συναρπαστική αφήγηση των γεγονότων και του ιστορικού τους πλαισίου, των κινήσεων των πρωταγωνιστών και των αντιπάλων τους, αναγνωρίζοντας πως οποιαδήποτε κρίση γι’ αυτούς σήμερα έχει το προνόμιο της γνώσης του τι τελικώς συνέβη, το οποίο οι ίδιοι οι δρώντες δεν διέθεταν. Την παρακολούθηση της ζωντανής αφήγησης του συγγραφέα δυσχεραίνει, ατυχώς, η έλλειψη ενημερωμένων χαρτών (ο παρατιθέμενος από παλαιότερη έκδοση του ΓΕΣ/ΔΙΣ είναι ανεπαρκέστατος), που στην περίπτωση έργων στρατιωτικής ιστορίας δεν αποτελούν απλώς εποπτικό υλικό αλλά εκ των ων ουκ άνευ κομμάτι της αφήγησης. Στην ίδια σειρά κυκλοφορεί επίσης η μελέτη του Κωνσταντίνου Λαγού, 1941: Η μάχη των οχυρών.

Γεράσιμος ΓενατάςΣμύρνη, Μανίτσα μου, Καλειδοσκόπιο

Ένα διαφορετικό πολεμικό ημερολόγιο είναι αυτό του υπολοχαγού Γεράσιμου Γεννατά, που από το Ληξούρι βρέθηκε να ακολουθεί τον Βενιζέλο στους νικηφόρους Βαλκανικούς, αλλά και στην «επαναστατική» κυβέρνηση της Θεσσαλονίκης, τα μέτωπα του Μεγάλου Πολέμου και, τέλος, στο μεγάλο έπαθλο, τη Μικρασία. Όμως εκεί, εκτός από το καθήκον, που επιτελεί με πίστη και ευσυνειδησία, θα συναντήσει και τον έρωτα, στο πρόσωπο της γυναίκας που θα παντρευτεί λίγες εβδομάδες πριν την Καταστροφή. Την εμπειρία του από τα δύο αυτά πεδία καταγράφει σε δύο διαφορετικά ημερολόγια, ένα προσωπικό («του έρωτα», το ονομάζει η εγγονή του και επιμελήτρια των χειρογράφων, η ηθοποιός Μάνια Παπαδημητρίου) κι ένα ημερολόγιο εκστρατείας. Το δεύτερο είναι ολιγόλογο, σχεδόν τηλεγραφικό, παρέχοντας τις απαραίτητες πληροφορίες για την πορεία και τη δράση της πολυβολαρχίας που διοικεί. Στο άλλο, όμως, ο 32χρονος κεφαλλονίτης καταγράφει όχι μονάχα τα αισθήματα και τις σκέψεις για την γυναίκα που αναγκάζεται να αφήσει στη Σμύρνη μόλις της εξομολογείται τον έρωτά του, αλλά και τις εμπειρίες του από τις μετακινήσεις στις οποίες τον υποβάλλουν οι πολεμικές ανάγκες την άνοιξη και το καλοκαίρι του 1920. «Ο παππούς», όπως τρυφερά τον αποκαλεί η επιμελήτρια, θα βρεθεί από τη ζώνη κατοχής της Σμύρνης στη Φλώρινα και στη Θεσσαλονίκη (όπου αναπολεί με νοσταλγία τις μέρες του κινήματος της Αμύνης) κι από εκεί ξανά πίσω, στις ακτές της Προποντίδας, στην Πάνορμο. Μέσα σε αυτή τη διαρκή κίνηση, αυτό που κυρίως απασχολεί τον ημερολογιογράφο, εκτός από τη νοσταλγία για την αγαπημένη του, είναι η στρατιωτική καθημερινότητα, οι ελλείψεις και οι ανορθολογισμοί της, οι τεταμένες προσωπικές σχέσεις με τους ανωτέρους του κ.ά. Οι αψιμαχίες με ατάκτους που καταγράφονται στο ημερολόγιο εκστρατείας αποτελούν προείκασμα όσων θα ακολουθήσουν και για τα οποία δεν σώθηκαν καταγραφές. Ο υπολοχαγός θα πάρει μέρος στην πορεία προς την Άγκυρα, ένα χρόνο μετά, όπου θα χάσει τον αδελφό του· μετά την Καταστροφή θα ακολουθήσει τη μοίρα των βενιζελικών αξιωματικών, μέχρι και το κίνημα του 1935· θα αποταχθεί, αλλά θα ανακληθεί στην υπηρεσία για να πολεμήσει στην Αλβανία, ενώ στην Κατοχή θα πλησιάσει το ΕΑΜ και στον Εμφύλιο θα χάσει ένα γιο…

Antony BeevorΡωσία, 1917-1921, Επανάσταση και εμφύλιος πόλεμος, Γκοβόστης

Από τους πλέον γνωστούς και ευπώλητους συγγραφείς έργων στρατιωτικής ιστορίας ο συγγραφέας, στην πλέον πρόσφατη μελέτη του, που εκδόθηκε το 2022, στη σκιά της εισβολής των ρωσικών στρατευμάτων στην Ουκρανία, καταπιάνεται με τη Ρωσική Επανάσταση και, κυρίως, με τον αιματηρό εμφύλιο πόλεμο και την εισβολή δυνάμεων της Αντάντ που ακολούθησε (μετάφραση: Πέτρος Τσαλπατούρος). Με μέτωπα από τη Βαρσοβία στο Βλαδιβοστόκ και από τον Αρκτικό κύκλο μέχρι τα σύνορα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, η σύρραξη έφερε αντιμέτωπους , αφενός, τους Λευκούς, ένα συνονθύλευμα δυνάμεων από μετριοπαθείς σοσιαλιστές έως ακροδεξιούς τσαρικούς στρατηγούς και, αφετέρου, τον Κόκκινο Στρατό, δημιούργημα της Επανάστασης και της εξουσίας των μπολσεβίκων, επικεφαλής του οποίου βρισκόταν ο Λέον Τρότσκι. Ο συγγραφέας παρακολουθεί την πορεία των συγκρούσεων χρόνο τον χρόνο, ξεκινώντας από την επανάσταση του Φεβρουαρίου 1917, που έδωσε τέλος στο μακραίωνο τσαρικό καθεστώς, και την επανάσταση των μπολσεβίκων τον Οκτώβριο του ίδιου έτους, με βασικό αίτημα την απόσυρση της Ρωσίας από τον Μεγάλο Πόλεμο, αλλά και την εξέγερση των τσαρικών αξιωματικών που ακολούθησε. Μετά τη σύναψη ειρήνης με τις Κεντρικές Δυνάμεις, με την επώδυνη συνθήκη του Μπρεστ Λιτόφσκ, το 1918, ο ρωσικός εμφύλιος διεθνοποιείται, καθώς η Βρετανία και η Γαλλία με τους συμμάχους τους –μεταξύ των οποίων και η Ελλάδα– στέλνουν στρατεύματα, προκειμένου να βοηθήσουν τους Λευκούς να ανατρέψουν τους μπολσεβίκους. Την πορεία τους, το 1919 και το 1920 παρακολουθεί ο συγγραφέας, προσφέροντας στον αναγνώστη μια αφήγηση που ζωντανεύει χάρη στην ένταξη σε αυτή σειράς μαρτυριών ανθρώπων που έζησαν τα γεγονότα, είτε στην πρώτη γραμμή είτε στα μετόπισθεν. Οι συγκρούσεις υπήρξαν «απίστευτα βίαιες και φρικαλέες», σημειώνει ο Μπήβορ, που δεν κρύβει την απώθηση που του προκαλεί η στάση των μπολσεβίκων, την οποία αποκαλεί «επιτομή της σκληρής και ανελέητης απανθρωπιάς» – γι’ αυτό, ίσως, η αφήγηση ολοκληρώνεται με τη συντριβή των αναρχικών του Μαχνό και των ναυτών της Κροστάνδης, που διεκδικούσαν «σοβιέτ χωρίς μπολσεβίκους»…

Στράτος ΔορδανάςΟ γερμανός «Λώρενς της Αραβίας» και το τζιχάντ «made in Germany», Αλεξάνδρεια

Ο Λώρενς της Αραβίας είναι διάσημος – και όχι μονάχα χάρη στον Πήτερ Ο’Τουλ και το σχεδόν τετράωρο κινηματογραφικό έπος του Ντέιβιντ Λην. Πόσοι, όμως, γνωρίζουν ότι δεν ήταν ο μόνος ξένος πράκτορας που επιχείρησε να ξεσηκώσει τους μουσουλμανικούς πληθυσμούς προς όφελος της μιας ή της άλλης από τις αντίπαλες αυτοκρατορίες του Μεγάλου Πολέμου; Ανάμεσά τους, ο γερμανός οριενταλιστής Μαξ φον Οπενχάιμ, που από τα τέλη του 19ου αιώνα έθεσε τις βάσεις της ανατολικής πολιτικής του Β’ Ράιχ, χάρη στις επεξεργασίες του για τη χρήση του πανισλαμισμού ως οχήματος για τη γερμανική διείσδυση στους μουσουλμανικούς πληθυσμούς, προκειμένου να τους στρέψει, την κατάλληλη στιγμή, ενάντια στις αντίπαλες αυτοκρατορίες, τον αγγλικό και τον γαλλικό ιμπεριαλισμό. Παίρνοντας θέση ως εμπειρογνώμονας στο διπλωματικό σώμα θα εγκατασταθεί στο Κάιρο και, εκτός από τη σύνταξη εκατοντάδων αναφορών προς το Βερολίνο ή την ανάμειξή του στους κύκλους των ντόπιων εθνικιστών, θα αποδυθεί σε ένα εκτεταμένο ανασκαφικό πρόγραμμα στη Μεσοποταμία. Με το ξέσπασμα του Μεγάλου Πολέμου, θα συντάξει ένα υπόμνημα όπου θα χαράξει τις βασικές γραμμές για την ανάφλεξη του μουσουλμανικού κόσμου με όπλο τον «ιερό πόλεμο» –κάτι που θα του χαρίσει και το προσωνύμιο «Αμπού Τζιχάντ»– και θα εγκατασταθεί στην Κωνσταντινούπολη, έχοντας αντίπαλό του τον πραγματικό Λώρενς, που εντέλει θα πετύχει να ξεσηκώσει εκείνος τους άραβες μουσουλμάνους ενάντια στον σουλτάνο και χαλίφη. Μελετώντας την ανατολική πολιτική της Γερμανίας, ο συγγραφέας, αξιοποιώντας έναν εντυπωσιακό όγκο πρωτογενούς υλικού από τα γερμανικά αρχεία, αλλά και από τα αντίστοιχα βρετανικά και αποικιακά, εξετάζει την ευρύτερη απόπειρα της βιλελμινικής Γερμανίας να προκαλέσει την εξέγερση των αποικιακών λαών και στις τρεις αντίπαλες αυτοκρατορίες, από τις ακτές της Βόρειας Αφρικής έως την Ινδία και τη ΝΑ Ασία, καθώς και τους λόγους της αποτυχίας της, ενώ στη συνέχεια εξετάζει συγκριτικά την επιτυχημένη για τη Βρετανία πολιτική που άσκησε ο Τ. Ε. Λώρενς, απαντώντας στο τζιχάντ του σουλτάνου με τον ανταρτοπόλεμο των Βεδουίνων. Ένα ακόμη κεφάλαιο αφιερώνεται στην εξέλιξη της ιδέας ενός μουσουλμανικού ξεσηκωμού στο πλαίσιο του Γ’ Ράιχ, η οποία αναθεωρήθηκε άρδην, εξαιτίας της περιφρόνησης του Χίτλερ προς τους φυλετικά «υποδεέστερους», που πίστευε ότι δεν θα ήταν ποτέ δυνατόν να γονατίσουν μια ισχυρή αυτοκρατορία όπως η Βρετανική. Η μελέτη ολοκληρώνεται με την εξέταση της πρόσληψης της Μέσης Ανατολής από μια σειρά γερμανών πρωταγωνιστών των πολέμων, όπως αποτυπώνεται σε αριθμό απομνημονευμάτων και μαρτυριών.

Ryan GingerasΟι τελευταίες ημέρες της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, Αλεξάνδρεια

Το τέλος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, που τοποθετείται στα 1918-1922, δηλαδή ανάμεσα την ανακωχή του Μούδρου και το τέλος του Πολέμου της Ανεξαρτησίας, αντιμετωπίζεται από το μεγαλύτερο μέρος της ιστοριογραφίας με όρους τελεολογικούς – είτε ως ύστατη έκφραση μιας πορείας παρακμής που, για κάποιους, ξεκινά ήδη από την υποχώρηση των Οθωμανών μπροστά στις πύλες της Βιέννης είτε ως μια υπονομευμένη από τα συμφέροντα των χριστιανικών «μειονοτήτων» εξουσία που, ανίκανη να εκπροσωπήσει τις προσδοκίες των Τούρκων, του ιστορικού πυρήνα του οθωμανικού κράτους, ήταν προορισμένη να δώσει τη θέση της στο τουρκικό έθνος κράτος, έτσι όπως αυτό προσδιοριζόταν από τον αρχηγό του Εθνικού Κινήματος, τον Μουσταφά Κεμάλ. Αν όμως διευρύνουμε την οπτική μας και επιλέξουμε να εξετάσουμε αυτά τα χρόνια μέσα από περισσότερα πρίσματα, επισημαίνει ο ιστορικός της ύστερης Οθωμανικής Αυτοκρατορίας Ράιαν Τζιντζέρας στην πρόσφατη μελέτη του, που μετέφρασε στα ελληνικά ο Αλέξανδρος Λάμπρου, θα αντικρίσουμε μια αρκετά διαφοροποιημένη εικόνα, με λιγότερες βεβαιότητες – ακόμη και για το πού τοποθετείται, χρονικά, αυτό το τέλος. Ο αμερικανός ιστορικός επιδιώκει να δώσει έμφαση στην εμπειρία των καθημερινών ανθρώπων, αναδεικνύοντας την ποικιλομορφία της πολιτικής ζωής των κοινοτήτων της αυτοκρατορίας, θέλοντας να διερευνήσει την κοινωνική δυναμική που διατρέχει όλη αυτή την περίοδο. Αποφεύγοντας μια κοινότοπη αφήγηση που θα κατέγραφε μάχες και σφαγές και, συνεπώς, την εκατέρωθεν θυματοποίηση, επιχειρεί να κατανοήσει τις κρίσιμες προκλήσεις που αντιμετωπίζει ο οθωμανικός κόσμος σχετικά με την ταυτότητα και τις σχέσεις του με τη Δύση, απέναντι στις οποίες διατυπώθηκαν περισσότερες από μία απαντήσεις. Η βία και η ολοκληρωτική καταστροφή πολιτισμών και κοινοτήτων που συνόδευσε την κατάρρευση της οθωμανικής τάξης πραγμάτων μπορεί να κάνει την πολιτική που οδήγησε στην ανατροπή του σουλτάνου να φαίνεται λιγότερο πολύπλοκη, το ίδιο και αν ακολουθήσει κανείς την επίσημη ιστορική αφήγηση που καθιέρωσε ο Ατατούρκ, η οποία μόνο πρόσφατα άρχισε να αμφισβητείται, χάρις και στο μερικό άνοιγμα των οθωμανικών αρχείων. Υιοθετώντας αυτήν την πολυπρισματική προσέγγιση, ο συγγραφέας, στη δική του αφήγηση, αφού αναφερθεί στην Οθωμανική Αυτοκρατορία κατά την είσοδό της στον 20ό αιώνα και στην εξουσία των Νεότουρκων, εξετάζει την κρίση ηγεσίας που προκάλεσε η ανακωχή στην Κωνσταντινούπολη, την εμφάνιση του εθνικού κινήματος αλλά και δυνάμεων αντιπολιτευόμενων σε αυτό, την επίθεσή του στις δυνάμεις κατοχής της Αντάντ, αλλά και τον αντίκτυπό του στην παγκόσμια πολιτική σκακιέρα, ιδιαίτερα στον αποικιοκρατούμενο κόσμο, μέχρι τη διάλυση της αυτοκρατορίας, που όμως συνέχισε να ρίχνει τη μακρά σκιά της στη νέα Τουρκία.

James BarrΜια γραμμή στην άμμο, Πατάκης

Η Βρετανία, η Γαλλία και η διαμάχη που διαμόρφωσε τη Μέση Ανατολή, από το 1915 έως και το 1949, αποτελεί το θέμα της μελέτης του βρετανού ιστορικού και δημοσιογράφου. Θέτοντας στο επίκεντρο τη σύγκρουση των επήλυδων σιωνιστών με τον γηγενή αραβικό πληθυσμό της Παλαιστίνης, πριν από τη δημιουργία του κράτους του Ισραήλ, ο συγγραφέας «ανοίγει» τον φακό του, προκειμένου να συμπεριλάβει στην εξίσωση το σύνολο των αραβικών εδαφών που συνιστούν την Εγγύς Ανατολή. Εδάφη τα οποία το 1915, μετά τη συμφωνία Σάικς – Πικό, βρέθηκαν από τη μια ή την άλλη πλευρά μιας διαγώνιας γραμμής που χαράκτηκε στην άμμο, προκειμένου να μοιραστούν ανάμεσα στη Βρετανία και τη Γαλλία τα υπολείμματα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Η γραμμή αυτή ξεκινούσε από τη Μεσόγειο και έφτανε στα ορεινά της Περσίας· βόρεια της γραμμής, ο Λίβανος και η Συρία έπεφταν στο μερτικό της Γαλλίας· νότια, το Ιράκ, η Ιορδανία και η Παλαιστίνη έμεναν στη Βρετανία. Υπό την επιρροή του πνεύματος του αμερικανού προέδρου Ουίλσον, οι δύο ζώνες μετατράπηκαν, χάρη στην Κοινωνία των Εθνών σε Εντολές, υπό προσωρινή διοίκηση από τις δύο δυνάμεις. Ήδη η «διακήρυξη» Μπάλφουρ, το 1917, που υποσχόταν μια εθνική εστία για τους εβραίους στην Παλαιστίνη, έβαλε τους σπόρους για τη σύγκρουση σιωνιστών και αράβων, που έναν αιώνα αργότερα συνεχίζεται με ποικίλες μορφές. Σύμφωνα με τον συγγραφέα, που αφηγείται την ιστορία, σε συντριπτικό ποσοστό, με βάση βρετανικές αρχειακές πηγές, οι δύο ευρωπαϊκές δυνάμεις υποψιάζονταν η μία την άλλη ότι υποδαύλιζε τις αραβικές εξεγέρσεις που, καθ’ όλη τη διάρκεια του Μεσοπολέμου συντάραξαν στην περιοχή, τόσο στην Παλαιστίνη όσο και στη Συρία, ενώ κατά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο οι Βρετανοί επιτέθηκαν στους πρώην συμμάχους τους που πλέον συνεργάζονταν με τον Άξονα, προκειμένου να εγκαταστήσουν στη Συρία και τον Λίβανο που, λίγο αργότερα, θα καταστούν ανεξάρτητες χώρες, τις δυνάμεις του Ντε Γκωλ. Σε ανταπόδοση, οι Γάλλοι στήριξαν μυστικά τη σιωνιστική τρομοκρατία, προκειμένου να εκδιώξει τους Βρετανούς από την Παλαιστίνη, κάτι που εντέλει πέτυχε. Μελέτη διπλωματικής και στρατιωτικής ιστορίας, το έργο του Τζέιμς Μπαρ, που μετέφρασε ο Μενέλαος Αστερίου, προσφέρει στον αναγνώστη που ενδιαφέρεται για την αραβο-ισραηλινή σύγκρουση μια ευρύτερη, σε χρόνο και τόπο, οπτική για την προέλευσή της.

Ilan PappéΜικρή ιστορία της σύγκρουσης Ισραήλ – Παλαιστίνης, Σάλτο

Από τους σημαντικότερους ισραηλινούς «νέος ιστορικούς», της ομάδας που πριν από τέσσερις δεκαετίες αμφισβήτησε την εθνική αφήγηση του Ισραήλ, ανατρέποντας πολλούς από τους μύθους στους οποίους στηριζόταν, προκειμένου να συγκροτήσει μια ιστορική αφήγηση η οποία θα περιλαμβάνει και τους Παλαιστινίους και τη δική τους εμπειρία, τη Νάκμπα, ο Ιλάν Παπέ είναι ένας από τους λίγους συναδέλφους του που, παρά τις λυσσαλέες επιθέσεις τις οποίες δέχεται εκ μέρους των ισραηλινών εθνικιστών, παραμένει πιστός στις αρχικές αναθεωρητικές στοχεύσεις των «νέων ιστορικών». Στην περιεκτική αφήγηση που περιλαμβάνεται στον ανά χείρας τόμο, την οποία μετέφρασε ο Φώτης Τερζάκης, ο ιστορικός προσφέρει στον αναγνώστη του το ιστορικό πλαίσιο προκειμένου να κατανοήσει την επίθεση της Χαμάς κατά του Ισραήλ, αλλά και την ακραία ασύμμετρη απάντησή του, η οποία οδήγησε στη συνεχιζόμενη σφαγή αμάχων στη Λωρίδα της Γάζας. «Είμαι ιστορικός», προειδοποιεί ο συγγραφέας: «το να προσφέρω ένα πλαίσιο δεν είναι ταυτόσημο με το να δικαιολογώ». Προκειμένου να σκιαγραφήσει αυτό το πλαίσιο, η αφήγησή του ανάγεται στον ύστερο 19ο αιώνα και την εμφάνιση του σιωνισμού στην Ευρώπη, αφενός ως έκφρασης του εβραϊκού εθνικισμού, αφετέρου ως άμυνας απέναντι στα αντιεβραϊκά πογκρόμ στην Ανατολική Ευρώπη. Αφού αναλύσει την εμπλοκή των πολιτικών και θρησκευτικών ελίτ της Δυτικής Ευρώπης και των ΗΠΑ στη στήριξη αυτού του σχεδίου, εξετάζει τα στάδια της εβραϊκής εγκατάστασης στην Παλαιστίνη, που δεν ήταν «μια γη χωρίς λαό για έναν λαό χωρίς γη», όπως θέλει ο διαδεδομένος ακόμη και σήμερα στο Ισραήλ μύθος, προκειμένου να δικαιολογήσει τον εποικιστικό αποικιοκρατικό χαρακτήρα του σιωνιστικού σχεδίου. Αντιθέτως, οι Παλαιστίνιοι, μουσουλμάνοι και χριστιανοί, αντέδρασαν με ποικίλους τρόπους, με αποκορύφωμα τη μεγάλη εξέγερση του 1936-1939. Στη συνέχεια, ο συγγραφέας εξετάζει τις διεθνείς εξελίξεις που, μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και το Ολοκαύτωμα οδήγησαν στην απόφαση του ΟΗΕ για τη διχοτόμηση της Παλαιστίνης και, στη συνέχεια, το 1948, στην εθνοκάθαρση του γηγενούς αραβικού πληθυσμού, τη Νάκμπα (Καταστροφή), τους δύο αραβο-ισραηλινούς πολέμους, το 1967 και το 1973, που είχαν ως συνέπεια τη δημιουργία της μεγαλύτερης ανοιχτής φυλακής στον κόσμο, καθώς και τις δύο Ιντιφάντα, ενώ καταλήγει με την επίθεση της 7ης Οκτωβρίου και το ιστορικό και ηθικό πλαίσιό της. Την ελληνική έκδοση συμπληρώνουν το επίμετρο του Γιώργου Τσιάρα για την ιστορία των ελληνο-ισραηλινών σχέσεων καθώς και ένας επίλογος από τον επιμελητή Φαίδωνα Σάλτο.

Πέρι ΆντερσονΓια την ιστορία της αραβο-ισραηλινής σύγκρουσης, Τόπος

Δεκαπέντε χρόνια χωρίζουν τα δύο κείμενα του βρετανού μαρξιστή που περιλαμβάνονται στην παρούσα έκδοση – και άλλα δέκα από τη σημερινή συγκυρία, που η ισραηλινή κατοχή έχει μεταβληθεί σε ανοιχτή γενοκτονία του παλαιστινιακού λαού, προς το παρόν στη Γάζα. Δημοσιευμένα και τα δύο στο αριστερό βρετανικό περιοδικό New Left Review, του οποίου ο Άντερσον παραμένει τακτικός συνεργάτης, αποτελούν μια επισκόπηση του αγώνα του παλαιστινιακού λαού και της πολιτικής του Ισραήλ απέναντί του, από τις συμφωνίες του Όσλο και τη μετεξέλιξη της Οργάνωσης για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης σε Παλαιστινιακή Αρχή μέχρι το τέλος της δεύτερης Ιντιφάντα και το αδιέξοδο στο οποίο περιήλθε η παλαιστινιακή πλευρά μετά το σχίσμα ανάμεσα στη Φατάχ και τη Χαμάς, τη Δυτική Όχθη και τη Γάζα. Το πρώτο κείμενο, με τίτλο «Τρέχοντας προς τη Βηθλεέμ» (2001), αποτελεί μια σύντομη εξιστόρηση της αραβο-ισραηλινής σύγκρουσης, από το 1948 και τη δημιουργία του κράτους του Ισραήλ, τη Νάκμπα, την Καταστροφή των Παλαιστινίων, που μεταβλήθηκαν σε πρόσφυγες, για να εστιάσει στη συνέχεια στην ανάλυση των Συμφωνιών του Όσλο, που μετέτρεψαν την επίσημη παλαιστινιακή ηγεσία σε έναν βαθιά διεφθαρμένο χωροφύλακα για λογαριασμό του ισραηλινού κράτους, επιτρέποντας, ταυτόχρονα, την αποφασιστική στροφή αυτού του τελευταίου προς τον νεοφιλελευθερισμό. Αντιμετωπίζοντας το αδιέξοδο στο οποίο έφτασε η λύση των δύο κρατών μετά την εκθετική επέκταση των ισραηλινών οικισμών στη Δυτική Όχθη και τη μετατροπή των Κατεχομένων Εδαφών σε κατακερματισμένα παλαιστινιακά «Μπαντουστάν», ο συγγραφέας, στο δεύτερο κείμενό του, «Ο οίκος της Σιών» (2015) αναλύει το αίτημα του ενός κράτους για δύο έθνη, που θεωρεί, ως την καλύτερη διαθέσιμη επιλογή για τους Παλαιστίνιους, βασιζόμενος και στην εμπειρία της Νότιας Αφρικής και του αγώνα ενάντια στο απαρτχάιντ. Χωρίς να τρέφει ιδιαίτερες ελπίδες για το μέλλον της Παλαιστίνης, αν δεν σημειωθεί ένας γενικότερος μετασχηματισμός του πέριξ αραβικού κόσμου, θεωρεί ότι η πίεση για δημοκρατικά δικαιώματα έχει μεγαλύτερη απήχηση διεθνώς, παρά εκείνη για εθνική απελευθέρωση. Η μακροσκελής εισαγωγή της συντακτικής ομάδας του Jacobin Greece, που είναι υπεύθυνη και για τη μετάφραση, επιχειρεί να πλαισιώσει τα δύο κείμενα με μια ανάλυση της τρέχουσας συγκυρίας, που θέτει εν αμφιβόλω ένα μέρος του πολιτικού «διά ταύτα» του βρετανού στοχαστή.

Nir Avishai CohenΌχι στο όνομά μας, Μελάνι

Μια οπτική όχι συνηθισμένη στην, περιορισμένη έτσι κι αλλιώς, σχετική ελληνική βιβλιογραφία προσφέρει η μαρτυρία του ισραηλινού αντικατοχικού ακτιβιστή Νιρ Αβισάι Κοέν, ο οποίος αγωνίζεται ώστε η αγάπη του για το Ισραήλ να συνοδεύεται από τη συμπαράστασή του στην Παλαιστίνη – και να μην θεωρείται «προδότης» γι’ αυτό. Προερχόμενος από τις σοσιαλιστικές παραδόσεις του αριστερού σιωνισμού, ένθερμος πατριώτης και έφεδρος αξιωματικός του στρατού, ο συγγραφέας βρέθηκε, κατά τη διάρκεια της μακρόχρονης θητείας του, αντιμέτωπος με τις πραγματικότητες της κατοχής των παλαιστινιακών εδαφών. Η εικόνα των Ισραηλινών Δυνάμεων Άμυνας (IDF) ως «ηθικού στρατού» κατέρρευσε μπροστά τους, οδηγώντας τον νεαρό αξιωματικό σε συνειδησιακή κρίση, μετατρέποντάς τον σε ακτιβιστή για τα ανθρώπινα δικαιώματα και για τη λύση της ισραηλινο-παλαιστινιακής σύγκρουσης μέσω της διάλυσης των εποικισμών και την ίδρυση ανεξάρτητου παλαιστινιακού κράτους. Απόψεις σαν κι αυτές, μαζί με την άρνησή του να υπηρετήσει στα Κατεχόμενα, τον κατέστησαν στόχο μιας μεγάλης πλειοψηφίας, που στρέφεται όλο και δεξιότερα. Ο ίδιος περιγράφει τις προσπάθειές του να προωθήσει το μήνυμα της ειρήνης ανάμεσα στους δύο λαούς, τόσο μέσα από οργανώσεις της κοινωνίας των πολιτών, όπως η κίνηση βετεράνων «Σπάζοντας τη σιωπή», όσο και μέσα από κόμματα της αριστεράς, όπως το Μερέτζ – η στροφή του Εργατικού Κόμματος προς το κέντρο και τη νεοφιλελεύθερη συναίνεση περιθωριοποιεί ακόμη περισσότερο όσες αριστερές δυνάμεις υπάρχουν στην ισραηλινή κοινωνία. Η απογοήτευσή του από τη διεισδυτικότητα των δυνάμεων αυτών τον οδηγεί εκεί όπου η αριστερά είναι συνήθως απούσα: στις μεγάλης θεαματικότητας τηλεοπτικές εκπομπές, καθώς αποφασίζει να αποδεχτεί την πρόταση να πάρει μέρος στο ισραηλινό ριάλιτι Big Brother, προκειμένου να μοιραστεί όχι τόσο τις απόψεις του όσο την ηθική στάση του απέναντι στους άλλους. Η μαρτυρία του ισραηλινού ακτιβιστή, που μετέφρασε στα ελληνικά η Βίβιαν Αβραμίδου-Πλούμπη, ολοκληρώθηκε πριν την επίθεση των δυνάμεων της Χαμάς την 7η Οκτωβρίου 2023  και τον ολοκληρωτικό πόλεμο που εξαπέλυσε το Ισραήλ εναντίον της Γάζας και των κατοίκων της.

Ελευθερία Ράνια ΚοσμίδουΟι ευρωπαϊκοί εμφύλιοι πόλεμοι στον κινηματογράφο, Μωβ

Ποιος και ποια απ’ όσους κι όσες έζησαν έφηβοι τα πρώτα χρόνια της Μεταπολίτευσης δεν ανακαλεί τον ελληνικό εμφύλιο μέσα από τις εικόνες του Θίασου του Θόδωρου Αγγελόπουλου; Οι κοινωνίες διαπραγματεύονται με πολλούς τρόπους τη μνήμη τραυματικών ιστορικών γεγονότων· η τέχνη, ιδιαίτερα μάλιστα η τέχνη του κινηματογράφου, είναι ένας από αυτούς. Πολύ περισσότερο, συμβάλλουν στη συγκρότηση της πολιτισμικής μνήμης του εκάστοτε τραυματικού γεγονότος, προσφέροντας τρόπους μνημόνευσης και ερμηνείας του, οι οποίες, όπως και σε όλες τις ανάλογες περιπτώσεις, απευθύνονται πρωτίστως στο εκάστοτε παρόν της ταινίας και όχι τόσο στο παρελθόν στο οποίο αναφέρεται. Έτσι, η ανά χείρας μελέτη, που μετέφρασε ο Ραϋμόνδος Αλβανός, προερχόμενη από το ευρύ διεπιστημονικό πεδίο των σπουδών μνήμης, αναλύει  τους τρόπους με τους οποίους συγκεκριμένες κινηματογραφικές ταινίες συνέβαλαν στην πολιτισμική μνήμη των ευρωπαϊκών εμφυλίων πολέμων, προσεγγίζοντάς τις ως ιδιότυπα ιστοριογραφικά τεκμήρια, «τόσο ως αντικείμενα όσο και ως υποκείμενα της ιστορίας», όπως παρατηρεί ο διευθυντής της σειράς «Ιστορία και Κινηματογραφικές Σπουδές», Χρήστος Δερμεντζόπουλος. Ειδικότερα, η συγγραφέας συγκρίνει και αντιπαραβάλλει ταινίες για τον ισπανικό, τον ιρλανδικό, τον γιουγκοσλαβικό και τον ελληνικό εμφύλιο, οι οποίες θεωρεί ότι προβάλλουν συγκεκριμένες ιστορικές αλληγορίες που αντανακλούν τις εκάστοτε σημερινές ανησυχίες. Μεταξύ άλλων εξετάζονται οι ταινίες Γη και ελευθερία (1995) του Κεν Λόουτς, που βλέπει τον ισπανικό εμφύλιο από μια διεθνή προοπτική, οι ταινίες Μάικλ Κόλινς (1996) του Νηλ Τζόρνταν και Ο άνεμος χορεύει το κριθάρι (2006) του Κεν Λόουτς, όπου αντιπαραβάλλεται η εθνική αφήγηση του πρώτου με τη μεταμνημονική αναπαράσταση του δεύτερου, το Underground (1995) του Εμίρ Κοστουρίτσα και No Man’s Land (2001) του Ντάνις Τάνοβιτς, που και οι δύο προκάλεσαν αντιδράσεις στην πρώην Γιουγκοσλαβία, και, τέλος, για την ελληνική περίπτωση, ο Θίασος (1975) του Θόδωρου Αγγελόπουλου, η παλαιότερη ταινία και η μόνη που ξεφεύγει από τη δεκαετία του 1990, όπως παρατηρεί στο επίμετρό του ο Κωστής Κορνέτης.

Κώστας ΓιαννακόπουλοςΑνδρικές ομοερωτικές σχέσεις στη μεταπολεμική Ελλάδα, Ψηφίδες

Μια ιστορία των ομοερωτικών σχέσεων μεταξύ ανδρών επιχειρεί να σκιαγραφήσει με την παρούσα μελέτη του ο συγγραφέας, επιστρατεύοντας γι’ αυτό το σκοπό εθνογραφική μεθοδολογία και την επιστημονική σκευή της ανθρωπολογίας και των σπουδών φύλου και σεξουαλικότητας. Βασική θέση από την οποία εκκινεί η πραγμάτευση του υλικού του είναι η ιδιαιτερότητα των κατηγοριών της ομοσεξουαλικότητας στην Ελλάδα των δεκαετιών 1950 έως 1970 σε σχέση με τις σύγχρονες δυτικές, αλλά και με αυτές που αναδύθηκαν σταδιακά στην Ελλάδα μετά τη Μεταπολίτευση και την εμφάνιση του κινήματος ομοφυλόφιλης απελευθέρωσης. Έτσι, πριν από την καθιέρωση της δυαδικής αντίθεσης ετεροφυλοφιλίας – ομοφυλοφιλίας, ως αποτέλεσμα της διεκδίκησης ταυτότητας και ορατότητας από το γκέι κίνημα, η σεξουαλική συμπεριφορά και ταυτότητα ενός άνδρα δεν εννοιολογούνταν με βάση την επιλογή του φύλου του σεξουαλικού του εταίρου, αλλά με βάση την κατηγορία φύλου στην οποία θεωρούνταν ότι ανήκε. Έτσι, προέκυπταν άλλου τύπου διχοτομίες, αφού οι άνδρες διακρίνονταν σε «αρρενωπούς» και «θηλυπρεπείς», με τις σεξουαλικές πρακτικές των πρώτων να περιλαμβάνουν τόσο άνδρες όσο και γυναίκες, χωρίς αυτό να τους κατατάσσει στους «ομοφυλόφιλους» και να προκαλεί την αντίδραση του κοινωνικού τους περιγύρου. Μάλιστα, σε αυτές τις πρακτικές μπορούσαν να έχουν ως  εταίρους τόσο «θηλυπρεπείς» όσο και «αρρενωπούς» άνδρες, που σε αυτή την περίπτωση δεν θεωρούνταν σεξουαλικές αλλά φιλικές, ομοκοινωνικές, οδηγώντας συχνά στη σύναψη δεσμών συγγένειας μέσω κουμπαριάς κ.λπ. Συχνά, σε αυτές τις περιπτώσεις, ο ερωτικός χαρακτήρας της επικοινωνίας των δύο ανδρών ήταν άρρητος, συχνά διαισθητικός. Σε αυτή τη συνθήκη, η «θηλυπρεπής» αδερφή αποτελεί το εξιλαστήριο θύμα, που φορτώνεται όλη την κατακραυγή της κοινωνικά αναγνωρίσιμης ομοφυλοφιλίας. Στη μελέτη του, ο συγγραφέας εξετάζει τον λόγο και τις σιωπές της εξουσίας (αστυνομικής, ιατρικής, δικαστικής) απέναντι σε αυτές τις πρακτικές, μέσα από το παράδειγμα του χειρισμού ενός ομοσεξουαλικού εγκλήματος που διαπράχτηκε στην Αθήνα το 1957, ενώ, ακόμη, επιχειρεί, μέσα από σειρά συνεντεύξεων, τη συγκρότηση μιας γενεαλογίας των διεμφυλικών πριν από την εμφάνιση του όρου. Τέλος, επανέρχεται στο ομοφυλόφιλο κίνημα, από την εμφάνιση του ΑΚΟΕ και μετά, μέσα από την παρέμβαση του οποίου αναδύονται οι μοντέρνες κατηγοριοποιήσεις των απόλυτα διακριτών γκέι και στρέιτ ταυτοτήτων, με συνέπεια, μεταξύ άλλων, τον στιγματισμό των «αρρενωπών» «ενεργητικών» ανδρών ως ομοφυλόφιλων και της αισθησιακής ανδρικής φιλίας ως ομοφυλοφιλικής και, συνεπώς, την απόσυρσή τους από τη διάχυτη στον δημόσιο ομοκοινωνικό χώρο ομόφυλη ερωτική δραστηριότητα. Για τους ίδιους λόγους, οι σύγχρονοι γκέι άνδρες προσανατολίζονται στον όμοιό τους, όχι μόνο σεξουαλικά αλλά και ταξικά και ηλικιακά, επισημαίνει, ολοκληρώνοντας την πραγμάτευσή του ο συγγραφέας.

Χρήστος ΤριανταφύλλουΗ δεύτερη ζωή του Ελευθερίου Βενιζέλου, Θεμέλιο

Με ποιον τρόπο ο Ελ. Βενιζέλος έγινε… αεροδρόμιο; Με άλλα λόγια μέσα από ποιες διαδικασίες ο κρητικός πολιτικός μετατράπηκε σε εθνάρχη; Πώς ένας κατεξοχήν διχαστικός πολιτικός, μετά τον θάνατό του αναδείχθηκε σε σύμβολο ενότητας, σύμβολο που αναγνωρίστηκε –και διεκδικήθηκε– και από τις δύο αντίπαλες παρατάξεις; Θέτοντας αυτό το ερώτημα, ο συγγραφέας αναδεικνύει τους μηχανισμούς οικοδόμησης του «εθνάρχη» στα χρόνια ανάμεσα στις δύο δικτατορίες, από το 1936 και τον θάνατο του Βενιζέλου έως το 1967. Στη μελέτη του, που αποτελεί συνέκδοση με το Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών και Μελετών «Ελευθέριος Κ. Βενιζέλος», επιδιώκοντας να ανιχνεύσει το πλήθος των εικόνων που σχηματίζονταν για τον Βενιζέλο, δίνοντας έμφαση στο ποιοι τον επικαλούνταν και τι επεδίωκαν με αυτό, εξετάζει τις πολιτικές χρήσεις της φήμης του κρητικού πολιτικού, αλλά και τον δημόσιο λόγο και τις τελετουργίες σχετικά με αυτόν, καθώς και ζητήματα ιστοριογραφίας και δημόσιας ιστορίας, προκειμένου να αναδείξει τον τρόπο που το βενιζελικό παρελθόν αφηγηματοποιήθηκε και ιστορικοποιήθηκε προκειμένου, μέσω της χρήσης του παρελθόντος αυτού, οι εκάστοτε «χρήστες» να παράγουν πολιτική. Έτσι, αφού εξετάσει τις ρηγματώσεις της βενιζελικής παράταξης μετά το κίνημα του 1935 και τον θάνατο του ιδρυτή της, εξετάζει τις πρώτες αμήχανες απόπειρες επίκλησης του Βενιζέλου από ολόκληρο το πολιτικό φάσμα αμέσως μετά την Απελευθέρωση μέχρι και το δημοψήφισμα του 1946, συνδέοντάς τις με τη διαδικασία συγκρότησης του χώρου που θα αποτελούσε το Κέντρο. Στη συνέχεια μελετά την περίοδο του Εμφυλίου μέχρι και τη νίκη του Συναγερμού στις εκλογές του 1952, παρακολουθώντας τη μετάβαση από τη διαίρεση βασιλικών/αντιβασιλικών σε εκείνη μεταξύ εθνικοφρόνων και μη, αλλά και την απόπειρα των αντιπάλων να διαχειριστούν την εμφύλια σύγκρουση με επίκληση και στο βενιζελικό παρελθόν, ενώ όσο πλησιάζουμε προς το τέλος του Εμφυλίου η εμφάνιση του Παπάγου συνοδεύεται από τη φήμη του «νέου Βενιζέλου». Τέλος, αναλύοντας την περίοδο από το 1952 έως την επιβολή της δικτατορίας των συνταγματαρχών, παρακολουθεί μία ακόμη μετατόπιση, από τη διαιρετική τομή μεταξύ εθνικοφρόνων και μη σε εκείνη μεταξύ δεξιάς – αντιδεξιάς. Εδώ παρατηρείται η επίκληση του Βενιζέλου και από την ΕΡΕ, προς ενίσχυση της εθνικοφροσύνης, και από το Κέντρο, για τη συγκρότησή του αλλά και για την αντιμετώπιση της Δεξιάς. Τα επόμενα δύο κεφάλαια της μελέτης είναι αφιερωμένα στην παραγωγή ιστορικών κειμένων για τον Βενιζέλο και την εποχή του κατά την περίοδο αυτή, αλλά και στην υλική παρουσία των μνημονεύσεών του, μέσα από ετήσια μνημόσυνα, ονοματοδοσίες οδών, ανέγερση ανδριάντων κ.λπ.

Χρ. Κουλούρη – Β. ΓεωργιάδουΜεταπολίτευση 1974: Οι προκλήσεις της μετάβασης, Αλεξάνδρεια

Η Μεταπολίτευση, ακόμη και αν αντιμετωπιστεί στενά, ως η «στιγμή» της δημοκρατικής μετάβασης, συνιστά μια σύνθετη εμπειρία, που διαμορφώνει όχι μονάχα την πολιτική, την οικονομία ή την κοινωνία, αλλά και την κουλτούρα, τις ταυτότητες και το σύστημα αξιών, καθορίζοντας τον τρόπο συλλογικής ύπαρξης της χώρας για μια πολύ ευρύτερη ιστορική περίοδο. Με αυτήν την έννοια, οι συμβολές στον παρόντα τόμο, που παρουσιάστηκαν στην ημερίδα που διοργανώθηκε από το Πάντειο Πανεπιστήμιο με αφορμή τη συμπλήρωση 50 χρόνων από τη Μεταπολίτευση, μολονότι επιδιώκουν να εστιάσουν στην τομή του Ιουλίου του 1974, αναπόφευκτα αναφέρονται και σε συνέχειες, τόσο προς τα πίσω, την περίοδο της δικτατορίας ή του μετεμφυλιακού κράτους, όσο και προς τα εμπρός, τη μεταπολιτευτική περίοδο με την ευρύτερη έννοια. Ο τόμος συγκεντρώνει στις σελίδες του, αφενός, μελέτες για τις πολιτειακές και πολιτικές αλλαγές (Σπύρος Βλαχόπουλος), την περιοδολόγηση και τη θέση της Μεταπολίτευσης στον ελληνικό 20ό αιώνα (Γιάννης Βούλγαρης), τις κομβικές πολιτικές αποφάσεις και τον ρόλο το πολιτικού προσωπικού (Κωνσταντίνα Μπότσιου), αλλά και την πύκνωση χρόνου και εμπειριών κατά το κρίσιμο έτος 1974 (Σταύρος Ζουμπουλάκης)· αφετέρου, περισσότερο βιωματικά κείμενα, μαρτυρίες για την αντίσταση του πνευματικού κόσμου και ιδιαίτερα των λογοτεχνών στον αυταρχισμό της δικτατορίας (Ρέα Γαλανάκη), τη θυσιαστική αντίσταση κατά τη δικτατορίας (Παντελής Μπουκάλας), την μακρόχρονη κυοφορία του Νέου Ελληνικού Κινηματογράφου μέσα στις δεκαετίες του ’60 και του ’70 (Βασίλης Βαφέας) και το διαγενεακό κενό ανάμεσα στη «γενιά της Μεταπολίτευσης» και τα σημερινά παιδιά (της). Με τον τρόπο αυτό δημιουργείται ένα αρκετά άνισο τελικό αποτέλεσμα, εντός του οποίου συνυπάρχουν αναστοχαστικές διερωτήσεις με αναχρονιστικές και μάλλον τελεολογικές οπτικές, που δεν συνεισφέρουν κατά τι στην αναγκαία ιστορικοποίηση της Μεταπολίτευσης, είτε την αντιμετωπίσουμε σαν «στιγμή» είτε σαν περισσότερο μακρόχρονη περίοδο…

Δημήτρης ΨαρράςΜια θητεία. Το «επιτελικό κράτος» του Κυριάκου Μητσοτάκη, Πόλις

Η δημοσιογραφία είναι η ιστορία του παρόντος, λέγεται συχνά. Ιδιαίτερα όταν πρόκειται για δημοσιογραφία που τιμά το όνομά της, τότε όχι απλώς αποτελεί πρώτη ύλη για τον περίφημο «ιστορικό του μέλλοντος» αλλά μετατρέπεται και η ίδια σε ιστορία. Ο συγγραφέας, για πολλά χρόνια στέλεχος της Ελευθεροτυπίας και της Εφημερίδας των Συντακτών, αλλά και του καινοτόμου για την Αριστερά πειράματος του Σχολιαστή, παλαιότερα, υπηρετεί ακριβώς αυτή τη δημοσιογραφία, την έλλειψη της οποίας νιώθουμε όλο και περισσότερο, και μάλιστα ως έλλειψη της ίδιας της δημοκρατίας: την ερευνητική και αποκαλυπτική δημοσιογραφία, που ελέγχει την εξουσία και δεν χαριεντίζεται μαζί της – πολύ περισσότερο δεν ψωμίζεται από αυτήν. Με αυτήν την ιδιότητα, αλλά και προικισμένος με τη σκευή του ιστορικού, όπως έχει δείξει σε προηγούμενα βιβλία του, ο Δημήτρης Ψαρράς ολοκληρώνει την έρευνά του για τον βίο και την πολιτεία του Κυριάκου Μητσοτάκη. Είχε προηγηθεί η έρευνά του Μια καριέρα: Η πολιτική διαδρομή του Κυριάκου Μητσοτάκη (Νήσος, 2022), για την επιστημονική, επαγγελματική και πολιτική διαδρομή που τον οδήγησε στο Μέγαρο Μαξίμου, και τις πραγματικές πολιτικές θέσεις που ανέπτυξε όλα αυτά τα χρόνια. Η έρευνα αυτή ολοκληρώνεται με την πραγμάτευση των χρόνων της πρωθυπουργίας του και, κυρίως, της στρατηγικής του ίδιου και των ακροδεξιών στελεχών που έχουν συμμαχήσει μαζί του για την εκθεμελίωση των πυλώνων της μεταπολιτευτικής συναίνεσης και του δημοκρατικού κεκτημένου που οικοδομήθηκε με βάση αυτήν. Αυτή η στρατηγική ανατροπής του μεταπολιτευτικού κεκτημένου φέρει το όνομα του «επιτελικού κράτους», δηλαδή της συγκέντρωσης με κάθε τρόπο, τυπικό, άτυπο ή και παράτυπο, όλης της εξουσίας στον στενό κύκλο γύρω από τον πρωθυπουργό, κατ’ αναλογία προς την προεδρική δομή εξουσίας του Λευκού Οίκου γύρω από τον αμερικανό πρόεδρο. Μέσα από αυτόν τον φακό, ο συγγραφέας εξετάζει διά μακρών τις συμμαχίες του νυν πρωθυπουργού με ποικίλης προέλευσης –κυρίως όμως από το ΛΑΟΣ– ακροδεξιά στελέχη που διαδραματίζουν κομβικό ρόλο στη συγκρότηση και υπεράσπιση του «επιτελικού κράτους», αλλά και όλους τους αναβαθμούς της συγκρότησής του, από την πανδημία και την εξαγορά μεγάλου μέρους του τύπου μέσω των κονδυλίων της «λίστας Πέτσα», την απόπειρα αλλοίωσης του εκλογικού σώματος μέσω της «ψήφου των αποδήμων», τις υποκλοπές, την αντισυνταγματική ιδιωτικοποίηση της ανώτατης εκπαίδευσης, αλλά και την χειραγώγηση της δικαιοσύνης στην υπόθεση των Τεμπών, μετά την οποία, το «επιτελικό κράτος» και ο εμπνευστής του φαίνεται να βρίσκεται σε αποδρομή…

Peter BurkeΙστορία της άγνοιας, Πατάκης

Με την επιθυμία του Φλωμπέρ να γράψει «ένα βιβλίο για το τίποτα» συγκρίνει το εγχείρημα της συγγραφής μιας ιστορίας της άγνοιας ο σημαντικότερος μελετητής της πολιτισμικής ιστορίας Πήτερ Μπερκ, θεωρώντας ότι ο ρόλος της άγνοιας έχει υποτιμηθεί, οδηγώντας σε παρανοήσεις και εσφαλμένες κρίσεις, που συχνά έχουν καταστροφικές συνέπειες, όπως δείχνουν οι ανεπαρκείς και καθυστερημένες κυβερνητικές αντιδράσεις στην κλιματική αλλαγή. Επικεντρωμένη στη Δύση, η μελέτη του βρετανού ιστορικού, που μετέφρασε ο Μενέλαος Αστερίου, καλύπτει μια εκτεταμένη χρονική περίοδο, το σύνολο των νεότερων χρόνων, προχωρώντας σε μια πρώιμη χαρτογράφηση ενός… άγνωστου πεδίου ή, όπως ο ίδιος την αποκαλεί, «πρόλογο σε μια μελλοντική ιστορία». Αφού επισημάνει πως πρακτικές που συνηθίζουμε να θεωρούμε καινοφανείς, όπως η παραπληροφόρηση ή η διαρροή πληροφοριών, συναντώνται και αιώνες νωρίτερα, προχωρά σε μια προσπάθεια ορισμού της άγνοιας και των ποικιλιών της, των διαφοροποιήσεων και των ειδών της, όπως είναι, π.χ., η παθητική (απουσία γνώσης) και η ενεργητική (αντίσταση στη νέα γνώση) άγνοια. Στη συνέχεια, στο πρώτο μέρος της μελέτης του εξετάζει την παρουσία της άγνοιας στην κοινωνία, διερευνώντας τις απόψεις των φιλοσόφων γι’ αυτήν, τις συλλογικές μορφές άγνοιας, τους τρόπους μελέτης και ιστορικοποίησής της, αλλά και τον ρόλο της άγνοιας για τη θρησκεία, για την επιστήμη, για τη γεωγραφία. Το δεύτερο μέρος εξετάζει τις συνέπειες της άγνοιας σε μια σειρά καθοριστικές πτυχές της ζωής, όπως είναι ο πόλεμος, οι επιχειρήσεις και η πολιτική, οι αιφνιδιασμοί και οι καταστροφές που προκύπτουν εξαιτίας της, τα μυστικά και τα ψέματα που στηρίζονται και συντηρούν την άγνοια, οι αβεβαιότητες για το μέλλον αλλά και οι συνέπειες της άγνοιας του παρελθόντος, διαγράφοντας με τον τρόπο αυτό μια πορεία όπου η εμφάνιση νέων γνώσεων έχει ως συνέπεια την εμφάνιση και νέων μορφών άγνοιας.

oanagnostis.gr